-
1 στραβαλοκόμας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στραβαλοκόμας
См. также в других словарях:
στραβαλοκόμας — ὁ, Α σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβαλός + κόμας (< κόμη), πρβλ. χρυσο κόμης] … Dictionary of Greek
1 στραβαλοκόμας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στραβαλοκόμας
στραβαλοκόμας — ὁ, Α σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβαλός + κόμας (< κόμη), πρβλ. χρυσο κόμης] … Dictionary of Greek