Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στρίγλος

См. также в других словарях:

  • στρίγλος — strigosus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρίγλος — ὁ, ΜΑ μσν. μάγος, γόης αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νυκτικόραξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού αρχ. στρίγξ* (βλ. λ. στριξ)] …   Dictionary of Greek

  • νυκτιβόας — νυκτιβόας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στρίγλος καλεῑται δὲ καὶ νυκτοβόα, οἱ δὲ νυκτοκόρακα». [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας] …   Dictionary of Greek

  • στρίγκλος — στρίγκλος, ο και στρίγλος, ο άνθρωπος κακόψυχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • (s)treig-3, streid(h)- —     (s)treig 3, streid(h)     English meaning: to hiss     Deutsche Übersetzung: “zischen, schwirren”; Schallwort     Material: Gk. τρίζω, τέτρῑγα “zirpe, schwirre, knirsche”, τριγμός (neologism τρισμός) m. “das Zirpen, Schwirren”, τρί̄γλη… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»