-
1 στρώνω, σκεπάζω, ντύνω, εφαρμόζω
[απουβάτ’] ρ (υ)ποδένω -
2 настилать
στρώνωεπιστρώνωκαλύπτω, σκεπάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > настилать
-
3 стлать
стелю, стелешьρ.δ.μ.1. στρώνω•-ковр на пол στρώνω το χαλί στο πάτωμα•
постель στρώνω το κρεβάτι.
2. απλώνω•стлать лн απλώνω το λινάρι.
3. φτιάχνω•стлать пол φτιάχνω (στρώνω) το πάτωμα, σανιδώνω το πάτωμα• πατώνω.
1. στρώνομαι. || απλώνομαι, εκτείνομαι.2. (απλ.) στρώνω το κρεβάτι μου•на ночь ετοιμάζω το κρεβάτι μου.
-
4 стлать
-
5 настлать
-телю, -лешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настланный, βρ: -лан, -а, -оρ.σ.μ.1. στρώνω•настлать солому στρώνω άχυρο•
настлать доски στρώνω σανίδια•
настлать ковров στρώνω χαλιά.
2. επιστρώνω, καλύπτω, σκεπάζω•-пол из плиток επιστρώνω το πάτωμα με πλακάκια•
- мосто-вув λιθοστρώνω δρόμο.3. κεντώ πυκνά. -
6 разгладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разглаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. ισιάζω, στρώνω, ομαλύνω•разгладить моршины ισιάζω τις ρυτίδες•
разгладить волосы στρώνω τα μαλλιά•
усы и.бороду ισιάζω (στρώνω) τα μουστάκια και τα γένια.
2. σιδερώνω•разгладить платье утюгом σιδερώνω το φόρεμα.
1. ομαλύνομαι, ισιάζω, στρώνω.2. σιδερώνομαι•платье -лось хорошо το φόρεμα σιδερώθηκε καλά.
-
7 накрывать
накрыватьнесов, накрыть сов1. (что-л. чем-л.) στρώνω, καλύπτω, σκεπάζω:\накрывать стол скатертью στρώνω τό τραπεζομάντιλο· \накрывать на стол στρώνω τό τραπέζι·2. (поймать) разг πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω:\накрывать вора πιάνω τόν κλέφτη· ◊ \накрывать огнем воен. καλύπτω μέ πυρά. -
8 стелить
стелитьнесов στρώνω, ἀπλώνω:\стелить скатерть στρώνω (или ἀπλώνω) τό τρα-πεζομάντηλο· \стелить постель στρώνω τό κρεββάτι. -
9 постлать
-стелю, -стелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. постланный, βρ: -лан, -а, -оρ.σ.στρώνω•постлать чистую скатерть на стол στρώνω καθαρό τραπεζομάντηλο στο τραπέζι•
постлать постль στρώνω το κρεβάτι•
он -ал и спал αυτός έστρωσε και κοιμήθηκε.
στρώνομαι. -
10 накрывать
накрывать, накрыть σκεπάζω ◇ \накрывать на стол στρώνω το τραπέζι* * *= накрыть••накрыва́ть на стол — στρώνω το τραπέζι
-
11 сидеть
сидеть 1) κάθομαι; \сидеть за столом κάθομαι στο τραπέζι* остаться \сидеть μένω καθισμένος 2) (об одежде) στρώνω; платье хорошо на вас сидит το φόρεμα στρώνει καλά επάνω σας* * *1) κάθομαιсиде́ть за столо́м — κάθομαι στο τραπέζι
оста́ться сиде́ть — μένω καθισμένος
2) ( об одежде) στρώνωпла́тье хорошо́ на вас сиди́т — το φόρεμα στρώνει καλά επάνω σας
-
12 стол
стол м 1) το τραπέζι* письменный \стол το γραφείο; за - ом στο τραπέζι; накрывать (на) \стол στρώνω το τραπέζι 2): \стол заказов το γραφείο παραγγελιών* * *м1) το τραπέζιпи́сьменный стол — το γραφείο
за столо́м — στο τραπέζι
накрыва́ть (на) стол — στρώνω το τραπέζι
2)стол зака́зов — το γραφείο παραγγελιών
-
13 застилать
застила||тьнесов1. (покрывать) σκεπάζω, καλύπτω/ στρώνω (скатертью и т. п.):\застилать ковром στρώνω μέ χαλί·2. (затуманивать) σκοτεινιάζω, σκεπάζω:слезы \застилатьют глаза τά δάκρυα θολώνουν τά μάτια. -
14 настилать
настил||а́тьнесов στρώνω:\настилатьать солому στρώνω μέ καλαμιές· \настилатьать мостовую λιθοστρώνω. -
15 устилать
устилатьнесов, устлать сов στρώνω, σκεπάζω:\устилать пол коврами στρώνω τό πάτωμα μέ χαλί· \устилать камнями мостову́ю λιθοστρώνω τό δρόμο. -
16 застилать
ρ.δ. (κυρλξ. κ. μτφ.) στρώνω, απλώνω, καλύπτω, σκεπάζω•застилать весь пол коврами στρώνω όλο το πάτωμα με χαλιά•
туча -ла солнце το σύννεφο σκέπαζε τον ήλιο•
дым -а.л небо ο καπνός σκέπαζε τον ουρανό•
туман -ал глаза η ομίχλη μου κάλυπτε την όραση•
слезы -ли глаза τα δάκρυα επισκότιζαν την όραση.
καλύπτομαι, σκεπάζομαι•равнина -лась туманом η πεδιάδα σκεπάζονταν με ομίχλη.
-
17 перестлать
-стелю, -стелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестланный, βρ: -лан, -а, -оρ.σ.μ.1. ξαναστρώνω•перестлать постель ξαναστρώνω το κρεβάτι•
перестлать пол ζαναπατώνω•
перестлать мостовую ξα-ναλιθοστρώνω το δρόμο.
2. στρώνω (όλα, πολλά)•перестлать все постели στρώνω όλα τα κρεβάτια.
-
18 разостлать
расстелю, расстелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разостланный, βρ: -лан, -а, -оρ.σ.μ.στρώνω• απλώνω•разостлать скатерть στρώνω το τραπεζομάντηλο•
разостлать лн απλώνω το λινάρι.
|| μτφ. διαχέω, ρίχνω•разостлать тень ρίχνω σκιά.
στρώνομαι, απλώνομαι. -
19 уездить
узжу, уездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уезженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) ομαλύνω, ισάζω, στρώνω πατώντας•уездить дорогу στρώνω το δρόμο (με συχνές διαδρομές)..
καταταλαιπωρώ με τις διαδρομές•уездить лошадей καταταλαιπωρώ τα άλογα (με τις πολλές διαδρομές).
πατιέμαι, ισιάζω, στρώνομαι. || ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι από τ ις διαδρομές. -
20 укатать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укатанный, βρ: -тан, -а, -о.1. κυλώ, στρώνω, ομαλύνω• ι,σώνω• λειαίνω.2. βλ. валять (2 σημ.).3. (απλ.) κουράζω με την αμαξάδα.4. εξαποστέλλω, στέλλω μακριά•укатать в Сибирь στέλλω μακριά στη Σιβηρία.
καθαμαξεύω, ισώνω, στρώνω• ομαλύνω με τις διαδρομές αμαξιών. || πατιέμαι, συμπυκνώνομαι, σφίγγω.
См. также в других словарях:
στρώνω — στρώνω, έστρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
στρώνω — έστρωσα, στρώθηκα, στρωμένος 1. μτβ., καλύπτω επιφάνεια: Έστρωσε το κρεβάτι με καθαρά σεντόνια. – Όλα ήταν στρωμένα με χιόνι. 2. αμτβ., έχω καλή εφαρμογή: Έστρωσε καλά πάνω σου το φόρεμα. 3. πάω κανονικά, προσαρμόζομαι: Με τον καιρό θα στρωθεί η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβακοστρώνω — στρώνω, καλύπτω το έδαφος με αβακοειδείς πλάκες, πλακοστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άβακας + στρώνω. ΠΑΡ. αβακοστρώστης] … Dictionary of Greek
ανθοστρώνω — στρώνω με άνθη, ραίνω με άφθονα άνθη … Dictionary of Greek
ξαναστρώνω — στρώνω πάλι … Dictionary of Greek
συστρώννυμι — και συνστρώννυμι ΜΑ, και συστορέννυμι και συστορνύω Α 1. απλώνω, στρώνω μαζί («συνέστρωσε πάντα», Αριστε.) 2. (κατ επέκτ.) εξομαλύνω («ἐς ὁμαλότητά τινα καὶ ἀκινησίαν ἅπαντα συνέστρωντο», Ευνάπ.) αρχ. στρώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν* +… … Dictionary of Greek
υποστρώνω — ὑποστρώννυμι ΝΜΑ, και ὑποστρωννύω ΜΑ, και ὑποστορέννυμι και ὑποοτόρνυμι Α [στρώνω] στρώνω αποκάτω αρχ. 1. (ιδίως) στρώνω το κρεβάτι κάποιου 3. (στον παθ. παρακμ.) ὑπέστρωμαι μτφ. υπόκειμαι σε κάποιον ή σε κάτι 4. φρ. α) «λέκτρα ὑποστρώννυμι τινι» … Dictionary of Greek
διαστρώνω — (Μ), διαστρώννυμι (Α) [στρώνω, στρώννυμι] μσν. σκεπάζομαι σαν με στρώμα («ἄνθη ναρκίσσων κόκκινα, τὰ δένδρα διαστρωμένα») αρχ. 1. στρώνω κρεβάτι 2. καταγράφω σε κτηματολόγιο … Dictionary of Greek
επιστρώνω — (Μ ἐπιστρώνω Α ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) [στρώνω] 1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια 2. σαμαρώνω … Dictionary of Greek
καλοστρώνω — 1. στρώνω, απλώνω, διασπείρω κάτι με επιμέλεια 2. καλύπτω κάτι εντελώς 3. στρώνω κάτι άφθονα, σε παχύ στρώμα («τό καλόστρωσε το χιόνι») 4. διευθετώ, ετοιμάζω κάτι στην εντέλεια («καλόστρωσε το τραπέζι») 5. εφαρμόζω καλά, ταιριάζω («δεν… … Dictionary of Greek