-
1 στρωννυμι
-
2 στρώννῡμι
στρώννῡμι und στρωννύω, fut. στρώσω, durch Buchstabenumstellung von στόρνυμι, στορέννυμι gebildet, w. m. s., – breiten, ausbreiten; ἔστρωτο, Il. 10, 155; ἐστρωμένον, H. h. Ven. 159; πέδον κελεύϑου στρωννύναι πετάσμασιν, bedecken, Aesch. Ag. 883; μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφϑονον πόρον τίϑει, 895; ἔστρωσε εὐνάς, Eur. Suppl. 766; ἵν' ἔστρωται λέχος, Med. 41 und 380; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 4, 139; τὸ κῠμα ἔστρωτο, 7, 193. (s. στορέννυμι); ἐστρωμένων σμίλακι καὶ μυῤῥίναις, Plat. Rep. II, 372 b; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ, Xen. Cyr. 8, 2, 6; στρώννυτε κοίτας, Anaxandrid. bei Ath. II, 48 a.
-
3 στρώννυμι
A v. στόρνυμι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρώννυμι
-
4 στρώννῦμι
στρώννῦμι: see στορέννῦμι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > στρώννῦμι
-
5 στρώννῡμι
στρώννῡμι u. στρωννύω, breiten, ausbreiten -
6 στρώννυμι
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στρώννυμι
-
7 στρώννυμι
{гл., 7}стлать, расстилать, постилать, застилать.Ссылки: Мф. 21:8; Мк. 11:8; 14:15; Лк. 22:12; Деян. 9:34.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στρώννυμι
-
8 στρώννυμι
στρωννύω/στρώννυμι impf. ἐστρώννυον; fut. στρώσω (JosAs 13:12 cod. A [p. 58, 10 Bat.]), 3 pl.-σουσιν LXX; 1 aor. ἔστρωσα; pf. ἔστρωκα Pr 7:16. Pass.: pf. 3 sg. ἔστρωται Job 17:13; ptc. ἐστρωμένος (on the two forms of the word: B-D-F §92; Rob. 318.—For the word: Hom. [στορέννυμι, στόρνυμι], Aeschyl., X., Pla.; ins, pap, LXX, TestAbr; JosAs 2:15 [also cod. A 13:12]; Joseph.; SibOr 5, 438)① to distribute someth. over a surface, spread τὶ someth. ἱμάτια κτλ. ἐν τῇ ὁδῷ Mt 21:8ab; also εἰς τὴν ὁδόν Mk 11:8 (for the idea cp. 4 Km 9:13; Jos., Ant. 9, 111 ὑπεστρώννυεν αὐτῷ τὸ ἱμάτιον). χιτῶνας χαμαί Hs 9, 11, 7. στρῶσον σεαυτῷ (i.e. τὴν κλίνην; στρ. is used w. this acc. in Eur., Pla., and Nicol. Dam.: 90 Fgm. 44, 2 Jac.; Diod S 8, 32, 2; SIG 687, 16; 1022,1f τὴν κλίνην στρῶσαι τῷ Πλούτωνι. Cp. Ezk 23:41; TestAbr B 5 p. 109, 17f [Stone p. 66], cp. A 4 p. 80, 17 [Stone p. 8] δύο κλινάρια; Jos., Ant. 7, 231 κλίνας ἐστρωμένας) make your own bed Ac 9:34.—Of a room, without an indication of what is being spread or put on over a surface within it: ἀνάγαιον ἐστρωμένον Mk 14:15; Lk 22:12 may be a paved upper room (στρ. has this mng. in an ins APF 2, 1903, 570 no. 150. So Luther et al.—Jos., Ant. 8, 134 ἐστρωμένος means ‘floored’ or ‘panelled’). Others prefer 2a next② to equip someth. with appropriate furnishing(s)ⓐ to furnish ἀνάγαιον ἐστρωμένον upper room furnished w. carpets or couches for the guests to recline on as they ate (EKlostermann, ELohmeyer; Field, Notes 39; somewhat as Plut., Artox. 10 [22, 10]; Artem. 2, 57 codd. Also Diod S 21, 12, 4; IG II, 622 ἔστρωσεν refers to a couch at a meal; Dalman, Arbeit VII 185. Eng. transl. gener. prefer this sense.—PGM 1, 107 χώρημα στρῶσαι means to prepare a room for a banquet) Mk 14:15; Lk 22:12.ⓑ to saddle a riding animal (L-S-J-M στόρνυμι II) ἔστρωσεν τὸν ὄνον Joseph saddled his donkey.—B. 573. DELG s.v. στόρνυμι. -
9 στρώννυμι
стелю, постилаю -
10 στρώννυμι/στρωννύω
+ V 0-0-3-4-2=9 Is 14,11; Ez 23,41; 28,7; Jb 17,13; Prv 7,16to spread [τι] Jdt 12,15; to spread a bed, to make up (a bed) [τι] Ez 23,41; id. [abs.] TobS 7,16;to lay low, to bring down [τι] Ez 28,7(→διαστρώννυμι/στρωννύω, καταστρώννυμι/στρωννύω, ὑποστρώννυμι/στρωννύω,,) -
11 προ-ϋπο-στρώννῡμι
προ-ϋπο-στρώννῡμι (s. στρώννυμι), vorher unterstreuen, unterlegen, Geop.
-
12 περι-στρώννυμι
περι-στρώννυμι (s. στρώννῡμι) = περιστορέννυμι, Nonn. D. 18, 81 u. a. Sp.
-
13 κατα-στρώννῡμι
κατα-στρώννῡμι (s. στρώννυμι), = καταστορέννυμι, bes. Sp.; hinwerfen, niederschlagen, δάμαρτα καὶ παῖδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Eur. Herc. Fur. 1000; τοῖσι Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Her. 9, 76; πολλοὺς κατεστρώννυσαν Xen. Cyr. 3, 3, 64.
-
14 ἀπο-στρώννυμι
ἀπο-στρώννυμι (s. στρώννυμι), abpacken.
-
15 ἐπι-στρώννῡμι
ἐπι-στρώννῡμι (s. στρώννυμι), = ἐπιστορέννυμι, τῇ γῇ νιφετόν Luc. Philopatr. 24; κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Prom. 4; a. Sp.
-
16 ὑπερ-στρώννῡμι
ὑπερ-στρώννῡμι (s. στρώννυμι), darüberhin breiten, decken (?).
-
17 ὑπο-στρὠννῡμι
ὑπο-στρὠννῡμι (s. στρώννυμι), = ὑποστορέννυμι, ἵνα μὴ λέκτρ' ὑποστρώσω τινί Eur. Hel. 59. Vgl. ὑποστορέννυμι.
-
18 παρα-στρώννυμι
-
19 στρωννύω, στρώννυμι
стлать, расстилать, постилать, застилать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στρωννύω, στρώννυμι
-
20 στρωννύω
στρώννῡμι u. στρωννύω, breiten, ausbreiten
См. также в других словарях:
στρώννυμι — και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α βλ. στρώνω … Dictionary of Greek
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
прострация — (иноск.) расслабление, упадок нравственных сил Ср. Вылечиться надо, иначе наживешь полную нервную прострацию и превратишься в кликушу. У нее уже было два сильных приступа истерики на одной неделе. Боборыкин. Ходок. 3, 9. Ср. Изолированные там и… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Прострация — Прострація (иноск.) разслабленіе, упадокъ нравственныхъ силъ. Ср. Вылечиться надо, иначе наживешь полную нервную прострацію и превратишься въ кликушу. У нея уже было два сильныхъ приступа истерики на одной недѣлѣ. Боборыкинъ. Ходокъ. 3, 9. Ср.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
постилаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} 1) (στρώννυμι) стелю, расстилаю (Мф. 21, 8; Мк. 11, 8; Лк. 19,… … Словарь церковнославянского языка
Lithostrôtos — « Dès qu il entendit ces paroles, Pilate fit sortir Jésus et le fit asseoir sur l estrade, à la place qu on appelle Lithostrôtos ou Xystos autrefois en hébreu Gabbatha. » Jean 19:13 A Jérusalem, dans Jean, 19, 13 le Lithostrôtos … Wikipédia en Français
αποστρώνω — (Μ ἀποστρώνω, Α στρώννυμι) αφαιρώ τη σέλα ή το σαμάρι από το ζώο νεοελλ. 1. σηκώνω τα στρώματα 2. τελειώνω το στρώσιμο 3. τελειώνω το συγύρισμα του σπιτιού αρχ. στρώνω το δάπεδο με πλάκες … Dictionary of Greek
διαστρώνω — (Μ), διαστρώννυμι (Α) [στρώνω, στρώννυμι] μσν. σκεπάζομαι σαν με στρώμα («ἄνθη ναρκίσσων κόκκινα, τὰ δένδρα διαστρωμένα») αρχ. 1. στρώνω κρεβάτι 2. καταγράφω σε κτηματολόγιο … Dictionary of Greek
εύστρωτος — εὔστρωτος και ἐΰστρωτος, ον (Α) ο στρωμένος καλά («ἐΰστρωτον λέχος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»)] … Dictionary of Greek
κακόστρωτος — κακόστρωτος, ον (Α) αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
κερόστρωτος — κερόστρωτος, ον (Α) ο στρωμένος με κέρατα ή με κεράτινα τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + στρωτός (< στρώννυμι), πρβλ. λιθό στρωτος, φυλλό στρωτος] … Dictionary of Greek