-
1 στρόφιος
στρόφ-ιος, ὁ,=A Vertumnus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρόφιος
-
2 στρόφις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρόφις
См. также в других словарях:
τρόφις — ιος, ὁ και ἡ, και τρόφι, τὸ, Α 1. καλοθρεμμένος, ευτραφής («ἐπεὰν γένωνται τρόφιες οἱ παῑδες», Ηρόδ.) 2. (στην ποίηση) ογκώδης, συμπαγής («τρόφι κῡμα κυλίνδεται», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που ανατράφηκε από κάποιον («τρόφις Ἐννοσιγαίου» το δελφίνι,… … Dictionary of Greek