Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στρωτῆρας

См. также в других словарях:

  • στρωτήρας — ο / στρωτήρ, ῆρος, ΝΑ πλάγια δοκός τής στέγης προσαρτημένη στη μεγάλη ή κεντρική δοκό νεοελλ. δοκός στην οποία στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, κν. τραβέρσα αρχ. 1. δοκός η οποία τοποθετείται εγκάρσια πάνω σε άλλη 2.στον πληθ. οἱ στρωτῆρες η… …   Dictionary of Greek

  • στρωτήρας — ο 1. δοκάρι στέγης. 2. σιδερένιο δοκάρι πάνω στο οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, τραβέρσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρωτῆρας — στρωτήρ rafter laid upon masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό …   Dictionary of Greek

  • προσκρουστήρας — ο, Ν 1. κάθε όργανο ή αντικείμενο που χρησιμεύει για το σταμάτημα τής κίνησης άλλου αντικειμένου που προσκρούει πάνω σε αυτό 2. κομμάτι από σίδερο που υπερέχει λίγο από το έδαφος και στο οποίο προσκρούουν βαριά πορτόφυλλα για να αποφεύγεται έτσι… …   Dictionary of Greek

  • τραβέρσα — η, Ν 1. ναυτ. ξύλινη δοκός ή σιδερένια ράβδος η οποία τοποθετείται συνήθως κάτω από το κατάστρωμα και είναι κάθετη προς τον διαμήκη άξονα τού πλοίου 2. τεχνολ. στρωτήρας σιδηροδρομικής γραμμής 3. αρχιτ. δοκός από ξύλο, από μέταλλο ή από σκυρόδεμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»