Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στρωννύω

См. также в других словарях:

  • στρωννύω — στόρεννυμι pres subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστρωννύω — Α καταστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στρωννύω «στρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • στρώννυμι — και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α βλ. στρώνω …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»