Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στρωματόδεσμος

См. также в других словарях:

  • στρωματόδεσμος — a leathern masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωματόδεσμος — ὁ, Α στρωματόδεσμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, ώματος + δεσμός] …   Dictionary of Greek

  • ПУТЕВОЙ МЕШОК —    • Στρωματόδεσμος,          позже также στρωματεύς, мешок для путевых принадлежностей, особенно для подстилок и ночлежных ковров (στρώματα), который обыкновенно во время путешествия рабы несли или везли за своими господами …   Реальный словарь классических древностей

  • στρωματοδέσμους — στρωματόδεσμος a leathern masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωματόδεσμοι — στρωματόδεσμος a leathern masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • στρωματεύς — ο, ΝΜΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) ζωολ. γένος περκόμορφων τελεόστεων ιχθύων τών θερμών και εύκρατων θαλασσών, τυπικός αντιπρόσωπος τής οικογένειας στρωματεΐδες μσν. αρχ. στον πληθ. oἱ στρωματεῑς ονομασία έργων, όπως λ.χ. τού Πλουτάρχου ή τού Κλήμεντος… …   Dictionary of Greek

  • στρωματοδέσμου — στρωματόδεσμον a leathern neut gen sg στρωματόδεσμος a leathern masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωματοδέσμων — στρωματόδεσμον a leathern neut gen pl στρωματόδεσμος a leathern masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωματοδέσμῳ — στρωματόδεσμον a leathern neut dat sg στρωματόδεσμος a leathern masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»