-
1 στρωματίτης
στρωματίτης, ὁ, ἔρανος, vom Pickenick, wozu der Wirth die Tischlager nebst den Decken giebt, VLL.
-
2 στρωματίτης
στρωματίτης, ὁ, ἔρανος, vom Pickenick, wozu der Wirt die Tischlager nebst den Decken gibt
См. также в других словарях:
στρωματίτης — στρωματί̱της , στρωματίτης at which the guests found their own masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωματίτης — ὁ, Α (ενν. ἔρανος) συμπόσιο που γινόταν στην εξοχή ύστερα από έρανο και κατά το οποίο ο καθένας από τους συνδαιτυμόνες έπρεπε να φέρει το στρώμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, ώματος + κατάλ. ίτης (πρβλ. τεμαχ ίτης)] … Dictionary of Greek
στρωματίτην — στρωματί̱την , στρωματίτης at which the guests found their own masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)