Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

στρωματίτης

См. также в других словарях:

  • στρωματίτης — στρωματί̱της , στρωματίτης at which the guests found their own masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωματίτης — ὁ, Α (ενν. ἔρανος) συμπόσιο που γινόταν στην εξοχή ύστερα από έρανο και κατά το οποίο ο καθένας από τους συνδαιτυμόνες έπρεπε να φέρει το στρώμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, ώματος + κατάλ. ίτης (πρβλ. τεμαχ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • στρωματίτην — στρωματί̱την , στρωματίτης at which the guests found their own masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»