-
1 στρυφνότης
στρυφνότης, ητος, ἡ, zusammenziender, herber, saurer Geschmack, Theophr. u. Plut.; u. übertr., sauertöpfisches, mürrisches Wesen, Plut. Mar. 2; aber στρ. τῆς λέξεως ist = das durchdringende, D. Hal. de Dem. vi 34.
-
2 στρυφνοτης
-
3 στρυφνότης
στρυφνότηςrough: fem nom sg -
4 στρυφνότης
II metaph., harshness of style, prob. in D.H.Dem.34 ( στριφνότης (q.v.) codd.);περὶ τὸ ἦθος Plu.Mar.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρυφνότης
-
5 στρυφνότης
στρυφνότης, ητος, ἡ, zusammenziender, herber, saurer Geschmack; übertr., sauertöpfisches, mürrisches Wesen; aber στρ. τῆς λέξεως ist = das durchdringende -
6 στρυφνότητα
στρυφνότηςrough: fem acc sg -
7 στρυφνότητας
στρυφνότηςrough: fem acc pl -
8 στρυφνότητες
στρυφνότηςrough: fem nom /voc pl -
9 στρυφνότητι
στρυφνότηςrough: fem dat sg -
10 στρυφνότητος
στρυφνότηςrough: fem gen sg -
11 στρυφνον
τό тж. pl. Xen., Plat. = στρυφνότης См. στρυφνοτης 1 -
12 αὐστηρία
αὐστηρία, ἡ,A = αὐστηρότης, στρυφνότης καὶ αὐ. Thphr.CP6.12.6.2 metaph. of men, austerity,ἠθῶν Plb.4.21.1
, Cat.Cod.Astr. 2.160.6, etc.; as a virtue, Stoic.3.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐστηρία
-
13 στριφνότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στριφνότης
См. также в других словарях:
στρυφνότης — rough fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρυφνότητα — στρυφνότης rough fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρυφνότητας — στρυφνότης rough fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρυφνότητες — στρυφνότης rough fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρυφνότητι — στρυφνότης rough fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρυφνότητος — στρυφνότης rough fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρυφνότητα — η / στρυφνότης, ητος, ΝΜΑ [στρυφνός] η ιδιότητα τού στρυφνού, δριμεία, στυφή γεύση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) δυστροπία, παραξενιά, αναποδιά β) (για λεκτικό ύφος) το να είναι στρυφνό, ακατανόητο αρχ. 1. αυστηρότητα τού τρόπου ζωής 2.φρ.… … Dictionary of Greek
στυφνότης — ητος, ἡ, ΜΑ πιθ. μτφ. αυστηρότητα ή σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί στρυφνότης ή στυφότης] … Dictionary of Greek