-
1 στροφάλιγξ
A whirl, eddy,ἐν στροφάλιγγι κονίης Il.16.775
, Od.24.39; μετὰ σ. κ. Il.21.503;ἀελλάων Opp.H.1.446
;καπνοῖο A.R.4.140
; of water in a bucket, Id.3.759; of an earthquake, Q.S.3.64: metaph.,σ. μάχης AP7.226
(= Anacr. 100); ἄοκνος ς., of existence, Dam.Pr. 148.II curve, bend, D.P. 162, 584, Q.S.8.236; orbit of a heavenly body, Arat.43, Orph.Fr. 236; of the bowels, Androm. ap. Gal.14.34.IV = στρόφιγξ, pivot, hinge, Epigr. in An.Par.4.385.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφάλιγξ
См. также в других словарях:
ραθάμιγξ — ιγγος, ἡ, Α 1. σταγόνα, σταλαγματιά 2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.) 3. κηλίδα, στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε ιγξ (πρβλ.… … Dictionary of Greek