-
1 στρουθία
στρουθίᾱ, στρουθίαςmasc nom /voc /acc dualστρουθίαςmasc voc sgστρουθίᾱ, στρουθίαςmasc voc sg (attic)στρουθίᾱ, στρουθίαςmasc gen sg (doric aeolic)στρουθίαςmasc nom sg (epic)στρουθίονneut nom /voc /acc pl -
2 Στρουθία
Στρουθίᾱ, Στρούθιοςfem nom /voc /acc dualΣτρουθίᾱ, Στρούθιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 Στρούθια
Στρούθιοςneut nom /voc /acc pl -
4 στρουθία
воробьяворобьёвΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στρουθία
-
5 καλλι-στρούθια
καλλι-στρούθια σῦκα, τά, eine Feigenart, Ath. III, 75 e.
-
6 Στρουθίας
Στρουθίᾱς, Στρούθιοςfem acc plΣτρουθίᾱς, Στρούθιοςfem gen sg (attic doric aeolic) -
7 στρουθίας
στρουθίᾱς, στρουθίαςmasc acc plστρουθίᾱς, στρουθίαςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
8 Στρουθίαι
Στρουθίᾱͅ, Στρούθιοςfem dat sg (attic doric aeolic) -
9 Στρουθίαν
Στρουθίᾱν, Στρούθιοςfem acc sg (attic doric aeolic) -
10 στρουθίαν
στρουθίᾱν, στρουθίαςmasc acc sg (attic epic doric aeolic)στρουθίαςmasc acc sg -
11 στρουθίον
στρουθίον, τό, 1) dim. von στρουϑός, Arist. H. A. 5, 2. 9, 7; Sperling, N. T., z. B. Ev. Matth. 10, 29. – 2) sc. ῥιζίον, Seifenkraut, zum Reinigen der Wolle gebraucht, βαφικὴ βοτάνη, Luc. Alex. 12; Thcophr. u. Diosc. – 3) στρουϑία od. στρούϑια μῆλα, auch στρούϑειον, Birnquitte, nach Galen., de sanit. tuend. c. ult., τὰ Κυδωνίων μήλων τὰ μείζω καὶ ἡδίω καὶ ἧττον στρυφνά, ἃ στρούϑια καλοῠσιν οἱ κατὰ τὴν ἡμετέραν Ἀσίαν Ἕλληνες; so auch Theophr. u. Diosc.
-
12 στρουθίαι
στρουθίαςmasc nom /voc plστρουθίᾱͅ, στρουθίαςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
13 καλλιστρούθια
καλλι-στρούθια σῦκα, τά, eine Feigenart -
14 στρουθίον
στρουθίον, ου, τό (Aristot. et al.; LXX; PsSol 17:16; Jos., Bell. 5, 467) dim. of στρουθός sparrow καλιά στρουθίων GJs 3:1 v.l. a nest of sparrows; as an example of an article that has little value Mt 10:29, 31; Lk 12:6f. (Vi. Aesopi G 26 P. is of interest grammatically and formally, but expresses a different thought: στρουθία πολλοῦ πωλεῖται; in a restoration concerning ‘articulate birds that fetch a high price’, s. Perry’s note and p. 281 no. 107.)—Dssm., LO 234f (LAE 272ff); HGrimme, BZ 23, ’35, 260–2. DELG s.v. στρουθό. M-M. TW.
См. также в других словарях:
στρουθία — στρουθίᾱ , στρουθίας masc nom/voc/acc dual στρουθίας masc voc sg στρουθίᾱ , στρουθίας masc voc sg (attic) στρουθίᾱ , στρουθίας masc gen sg (doric aeolic) στρουθίας masc nom sg (epic) στρουθίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρουθία — Στρουθίᾱ , Στρούθιος fem nom/voc/acc dual Στρουθίᾱ , Στρούθιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρούθια — Στρούθιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρουθίας — Στρουθίᾱς , Στρούθιος fem acc pl Στρουθίᾱς , Στρούθιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθίας — στρουθίᾱς , στρουθίας masc acc pl στρουθίᾱς , στρουθίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρουθίαι — Στρουθίᾱͅ , Στρούθιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρουθίαν — Στρουθίᾱν , Στρούθιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθίαν — στρουθίᾱν , στρουθίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) στρουθίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text … Wikipedia
καλλιστρούθια — καλλιστρούθια, τὰ (Α) είδος σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στρούθια (< στρουθός «σπουργίτης»). Το σπουργίτι αναφέρεται στις ονομασίες και άλλων καρπών ή φυτών (πρβλ. στρούθεια μῆλα «κυδώνια», στρούθειον «σαπουνόρριζα»)] … Dictionary of Greek
σπιζίας — ὁ, Α ονομασία μικρού γερακιού που καταδιώκει τις σπίζες και τα στρουθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίζα + κατάλ. ίας (πρβλ. κορακ ίας)] … Dictionary of Greek