-
1 στρουθος
атт. στροῦθος ὅ и ἥ1) воробей Hom., Her. etc.2) (тж. ὅ μέγας σ. Xen., σ. κατάγαιος Her., σ. ὅ Λιβυκός или σ. ὅ ἐν Λιβύῃ Arst.) страус Arph., Luc. -
2 στρουθός
ο см. στρουθίον -
3 εισιπταμαι
ион. ἐσίπταμαι (aor. 1 εἰσεπτάμην, aor. 2 εἰσέπτην)1) влетать(πέλεια κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Hom.; στρουθὸς εἰσέπτη Plut.)
2) взлетать, взвиваться(διὰ τῶν πυλων εἰς τὸν ἀέρα Arph.)
3) перен. быстро пролетать, распространяться с быстротой молнии -
4 κονιω
(ῑ) и κονίζω (fut. κονίσω с ῑ - эп. κονίσσω, aor. ἐκόνῑσα - эп. ἐκόνισσα; pass.: pf. κεκόνῑ(σ)μαι, эп. 3 л. sing. ppf. κεκόνιτο)1) покрывать песком или пылью(χαίτας Hom.; ταῦροι ἐν μάχῃ κονιόμενοι Plut.)
τὰ κεκονιμένα τῶν βάθρων Diod. — покрытые пылью ступени;2) пересыпать словно пескомκισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος Theocr. — плющ, перевитый иммортелями
3) досл. поднимать на бегу пыль, перен. стремительно бежать, убегатьφεῦγον κεκονιμένοι Hom. — (троянцы) бежали, поднимая пыль;
πέτοντο κον οντες πεδίοιο Hom. — (кони) летели, вздымая пыль по полю4) спешить, торопитьсяκόνισαι λαβών Arph. — скорее бери
5) med. кататься в песке -
5 στρουθίον
(уменьш. от στρουθός) воробышек
См. также в других словарях:
στρουθός — sparrow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροῦθος — στρουθός sparrow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθός — ο, ΝΜΑ και στρουθός, ἡ, Α (λόγιος τ.) ο σπουργίτης αρχ. 1. γενική ονομασία τών μή κατοικίδιων πτηνών 2. (ως αρσ.) α) το φυτό στρούθειον* β) (για πρόσ.) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) λάγνος, ασελγής και ακόλαστος άνθρωπος, επειδή και τα παραπάνω πτηνά… … Dictionary of Greek
στρουθοῖο — στρουθός sparrow masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθοῖς — στρουθός sparrow masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθοί — στρουθός sparrow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθοῦ — στρουθός sparrow masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθούς — στρουθός sparrow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθέ — στρουθός sparrow masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθῶν — στρουθός sparrow masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθῷ — στρουθός sparrow masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)