Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στρος

См. также в других словарях:

  • Λεβί-Στρος, Κλοντ — (Claude Lévi Strauss, Βρυξέλλες 1908 –). Γάλλος εθνολόγος. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης και το 1935 διορίστηκε καθηγητής της κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Σαο Πάολο της Βραζιλίας. Από την περίοδο αυτή χρονολογούνται το… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • Днестр — род. п. стра, др. русск. Дънѣстръ, Днiстр, лат. Danastius (Амм. Марц.), также Danaster (Иордан 5), Δάναστρις (Феоф., Кедрен., Конст. Багр.). Не объяснено. По Кречмеру ( Glotta 24, 11 и сл.) – из балканско скиф. *Dānu nazdyō ближняя река (ср.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Дунай — укр. Дунай, ст. слав. Доунавъ (Супр.), болг. Дунав, сербохорв. Ду̏нав, Ду̏наво, др. сербск. Дунавь, хорв. Dȕnaj, словен. Dunaj [ Beнa ], чеш. Dunaj, польск. Dunaj; см. Ягич, AfslPh 1, 300 и сл. Заимств. через гот. *Dōnawi из кельт. лат. Dānuvius …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • майстро — сев. зап. ветер , азовск. (Кузнецов). Через нов. греч. μαϊστρος или прямо из ит. maistro – то же (Хесселинг 22); ср. Фасмер, RS 6, 160 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Minuscule 69 — For the Leonardo da Vinci writings, see Codex Leicester. New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 69 Name Codex Leicester Text New Testament † D …   Wikipedia

  • αλάβαστος — ἀλάβαστος και στρος, ο, η (Α) το αλάβαστρο* …   Dictionary of Greek

  • γάστρα — η (AM γάστρα, Α και γάστρη, η) 1. η γλάστρα 2. τα μέρη τού σκάφους που βρίσκονται κάτω από την ίσαλο γραμμή, η πλεούσα* νεοελλ. πήλινο ή σιδερένιο ημισφαιρικό σκεύος με το οποίο σκεπάζουν φαγητό για να ψηθεί πάνω στη θράκα αρχ. το εξογκωμένο… …   Dictionary of Greek

  • γαστρίζω — (Α γαστρίζω) νεοελλ. ψήνω ψωμί στη γάστρα αρχ. 1. δίνω σε κάποιον γροθιά στην κοιλιά 2. παραταΐζω κάποιον, τού γεμίζω την κοιλιά με φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. γαστρίζω < γαστήρ ( στρός), ενώ το νεοελλ. γαστρίζω < γάστρα] …   Dictionary of Greek

  • γαστρίμαργος — η, ο (AM γαστρίμαργος, ον) λαίμαργος, αυτός που τρώει πολύ και δεν χορταίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( στρός) + μαργος < μάργος «άπληστος, αδηφάγος»] …   Dictionary of Greek

  • γαστρίοικος — γαστρίοικος, ον (Μ) αυτός που κατοικεί στην κοιλιά, που έχει την έδρα του στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( στρός) + οικος < οίκος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»