Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

στρογγῠλότης

См. также в других словарях:

  • στρογγυλότης — roundness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλότητα — στρογγυλότης roundness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλότητας — στρογγυλότης roundness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλότητι — στρογγυλότης roundness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλότητος — στρογγυλότης roundness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλότητα — η / στρογγυλότης, ητος, ΝΑ [στρογγύλος] το να είναι κάτι στρογγυλό, το σχήμα, η μορφή τού στρογγυλού, η στρογγυλάδα νεοελλ. (πετρογρ.) ο βαθμός στον οποίο ένα ιζηματογενές τεμαχίδιο έχει χάσει τις οξύληκτες ακμές και γωνίες του, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ԲՈԼՈՐԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 501 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. στρογγυλότης, περιφέρεια rotunditas եւն. Գոլն բոլորակ՝ պսակաձեւ՝ մանեկաձեւ. շրջարկութիւն. եւ Բովանդակութիւն. բոլորումն. շրջան. կլորութիւն, բոլորտիքը …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»