-
1 στρογγυλο-δίνητος
στρογγυλο-δίνητος, herum-, im Kreise gedreht, Archestrat. bei Ath. III, 112 a.
-
2 στρογγυλοδίνητος
A turned into a round shape, rounded, Archestr. Fr.4.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρογγυλοδίνητος
-
3 στρογγυλοδίνητος
στρογγυλο-δίνητος, herum-, im Kreise gedreht
См. также в других словарях:
στρογγυλοδίνητος — ον, Α συνεστραμμένος σε σχήμα στρογγυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + δίνητος) < δινῶ < δίνη), πρβλ. ηπιο δίνητος, οιστρο δίνητος] … Dictionary of Greek