-
1 στρογγυλον
-
2 πλοιον
τό1) судно Aesch. etc.π. ἁλιευτικόν Xen. — рыболовное судно;
π. μακρόν Her. — военное судно;π. ἱππαγωγόν Her. — судно для переправы лошадей;2) грузовое судно(τὰ πλοῖα καὴ αἱ νῆες Thuc.; πλοῖά τε καὴ τριήρεις Plat.)
3) Dem. = τριήρης См. τριηρης -
3 στρογγυλος
31) круглый, шарообразный(ἥ ῥίζα τοῦ λωτοῦ Her.; λοφεῖον Arph.; γῆ Plat.; ἄτομα Epicur.)
στρογγύλη ναῦς или στρογγύλον πλοῖον Her., Thuc., Xen. — торговое судно ( в отличие от μακρὰ ναῦς, военного корабля, имевшего удлиненную форму)2) круглый, цилиндрический(στῦλος Polyb.)
3) коренастый, плотный(λεόντων γένος Arst.; σκέλη Xen.)
4) ( о речи) закругленный, сжатый(ῥήματα Arph.)
οἱ στρογγύλοι καὴ βραχυλόγοι Plut. — говорящие округленно и кратко
См. также в других словарях:
στρογγύλον — στρογγύλος round masc acc sg στρογγύλος round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόγγυλον — στρόγγῡλον , στρογγύλλω round off aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
STRONGYLE — insul. maris Tyrrheni, non procul a Sicilia, una Aeolidum, ignivoma, 30. milliar. a Lipara in Caeciam, 40. ab Amantea oppid. Calabriae citerioris. Huius incolae triduô ante ex fumo praedicere solebant, quinam flaturi eslent venti; unde factus est … Hofmann J. Lexicon universale
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
λοφείον — λοφεῑον, τὸ (Α) 1. θήκη για εναπόθεση λοφίου 2. κάθε θήκη («τὴν σελήνην... καθείρξαιμ ἐς λοφεῑον στρογγύλον, ὣσπερ κάτοπτρον», Αριστοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + εῖον] … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
υποστύφω — ΜΑ (μτβ.) καθιστώ κάτι κάπως πηχτό αρχ. 1. (αμτβ.) είμαι υπόστυφος («ἔχει δὲ καρπὸν καὶ τοῡτο στρογγύλον, βρώσιμον, ὑποοτύφοντα», Διοσκ.) 2. (μτβ.) επιφέρω στυφή γεύση («οὖλα θ ὑποστύφει χολόεν ποτόν», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στύφω… … Dictionary of Greek