Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

στρογγυλό-λοβος

См. также в других словарях:

  • μακρόλοβος — μακρόλοβος, ον (Α) (για όσπρια) αυτός που έχει μακρύ λοβό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + λοβός (πρβλ. στρογγυλό λοβος)] …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλόλοβος — ον, Α (για καρπό) αυτός που έχει στρογγυλό λουβίδι, στρογγυλό φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + λοβός «λουβίδι, φλοιός» (πρβλ. μακρό λοβος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»