-
1 στρογγυλός
[стронгилос] εκ. круглый, округлый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στρογγυλός
-
2 круглый
-
3 круглый
кругл||ыйприл1. στρογγυλός, στρογγυλός:\круглый стол τό στρόγγυλο τραπέζι· \круглыйое лицо τό στρογγυλό πρόσωπο·2. (совершенный, полный) разг:\круглый дурак ὁ τέλειος βλάκας· \круглый невежда ὁ ἐντελώς ἀγράμματος· \круглый сирота ὁ πεντάρφανος· ◊ \круглый год ὀλοκληρο τό χρόνο, ὁλόκληρο ἔτος· \круглыйые сутки ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο. -
4 округлый
окру́гл||ыйприл στρογγυλός, στρογγυλός. -
5 круглый
επ., βρ: кругл, кругла, кругло;1. στρογγυλός•круглый стол στρογγυλό τραπέζι•
-ая шляпа στρογγυλό καπέλο.
|| πλήρης, γεμάτος• χοντρός•круглый мужчина γεμάτος άντρας•
-ое лицо στρόγγυλο πρόσωπο.
2. ολόκληρος, όλος•круглый год ολόκληρος χρόνος (ολοχρονίς)•
круглый день ολόκληρη μέρα (ολημερίς)•
-ые сутки ολόκληρο εικοσιτετράωρο.
3. πλήρης• μεγάλης ολκής•-дурак πέρα για πέρα βλάκας•
-ое, невежество πλήρης αμάθεια (αγραμματοσύνη).
εκφρ.отличный-ая отличница – άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια• --ая сироте ορφανός από πατέρα και μάνα•-ая сумма; -ое состояние – μεγάλο (σεβαστό) ποσό•круглый счёт; -ые цифры – στρόγγυλος λογαριασμός, στρόγγυλοι αριθμοί (χωρίς δεκαδικούς)•за -ым столом – στο στρογγυλό τραπέζι (με ίσα δικαιώματα)•делать -ые глаза – γουρλώνω τα μάτια(παραξενεύομαι, θαυμάζω)•учиться на -ые пятёрки – μαθαίνω άριστα (όλο πεντάρια). -
6 коуш
ο αυλακωτός δακτύλιος, το τεμάχιο σύνδεσηςο δακτύλιος του σκοινιού ή του σύρματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коуш
-
7 закругленный
закругл||енный1. прич. от закруглить·2. прил στρογγυλός / тк. перен στρωτός. -
8 кочанный
кочан||ныйприл μέ κοτσάνι, στρογγυλός:\кочанныйная капуста τό καρμπολάχανο. -
9 округляться
окру́гл||яться1. (полнеть) παχαίνω, χοντραίνω·2. перен στρογγυλαίνω (άμετ.), γίνομαι στρογγυλός. -
10 полукруглый
полукруглыйприл ἡμικύκλιος, ἡμι-στρόγγυλος. -
11 ровный
ровн||ыйприл1. (гладкий) ὁμαλός, ίσιος, ἐπίπεδος, λείος:\ровныйая поверхность ἡ ὁμαλή ἐπιφάνειά \ровныйая пряжа τό λεῖον νήμα, ἡ λεία κλωστή·2. (прямой \ровный о линии и т. ἡ.) ἰσιος, εὐθύς·3. (одинаковый, равный) разг ὅμοιος·4. (равномерный, плавный) κανονικός:\ровныйый пульс ὁ κανονικός σφυγμός· \ровныйый шаг τό κανονικό βήμα·5. (спокойный) ήρεμος, ὁμαλός, ήσυχος:\ровныйый характер ὁ ήρεμος χαρακτήρας· ◊ для \ровныйого счета γιά νά γίνει στρογγυλός ὁ λογαριασμός· \ровныйым счетом ничего́ разг ἀπολύτως τίποτε. -
12 круглый
[κρούγκλυϊ] εκ. στρογγυλός -
13 округлый
[ακρούγκλυΐ] εκ. στρογγυλός -
14 округляться
[ακρουγκλγτάτ'σα] ρ. γίνομαι στρογγυλός -
15 круглый
[κρούγκλυϊ] επ στρογγυλός -
16 округлый
[ακρούγκλυϊ] επ στρογγυλός -
17 округляться
[ακρουγκλγτάτ'σα] ρ γίνομαι στρογγυλός -
18 биток
-тка α.κρεατόσφαιρα, κεφτές στρόγγυλος. -
19 закруглённый
επ. από μτχ.1. στρογγυλός, κυκλοτερής.2. μτφ. (για στυλ λόγου) ολοκληρωμένος, τέλειος, άρτιος. -
20 кольцевой
επ.1. κυκλικός, στρογγυλός, δακτυλιωτός.2. κυκλοειδής, δακτυλιοειδής, κρικοειδής.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στρογγύλος — round masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει κυκλικό ή σφαιρικό σχήμα: Η Γη είναι στρογγυλή. 2. (για αριθμούς) ακέραιος, χωρίς μονάδες ή το κλάσμα του: Ξόδεψε το στρογγυλό ποσό των 1.000 ευρώ. 3. «στρογγυλές κουβέντες», σαφή και απερίφραστα λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρογγυλώτερον — στρογγύλος round adverbial comp στρογγύλος round masc acc comp sg στρογγύλος round neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγύλα — στρογγύλος round neut nom/voc/acc pl στρογγύλᾱ , στρογγύλος round fem nom/voc/acc dual στρογγύλᾱ , στρογγύλος round fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλωτάτων — στρογγύλος round fem gen superl pl στρογγύλος round masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλώτατα — στρογγύλος round adverbial superl στρογγύλος round neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλώτατον — στρογγύλος round masc acc superl sg στρογγύλος round neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγύλον — στρογγύλος round masc acc sg στρογγύλος round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγύλων — στρογγύλος round fem gen pl στρογγύλος round masc/neut gen pl στρογγυλόω to be round imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στρογγυλόω to be round imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγύλως — στρογγύλος round adverbial στρογγύλος round masc acc pl (doric) στρογγυλόω to be round imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)