-
1 στροβῑλο-ειδής
στροβῑλο-ειδής, ές, von der Art od. Gestalt eines στρόβιλος, eines Kreisels, Fichtenzapfens, kegelförmig, Theophr.
-
2 στροβῑλοειδής
στροβῑλο-ειδής, ές, von der Art od. Gestalt eines στρόβιλος, eines Kreisels, Fichtenzapfens, kegelförmig -
3 στροβῑλ-ώδης
στροβῑλ-ώδης, ες, = στροβιλο-ειδής, kegelförmig, Plut. Sull. 17.
См. также в других словарях:
στροβιλοειδής — ές, ΝΑ νεοελλ. αυτός που μοιάζει με στρόβιλο, με δίνη, στροβιλώδης αρχ. αυτός που μοιάζει με κώνο πεύκης, κωνικός. επίρρ... στροβιλοειδῶς Α με κωνικό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + ειδής*] … Dictionary of Greek