-
1 στρεφεδινεω
кружить, вращатьστρεφεδίνηθεν (aor. pass. = ἐστρεφεδινήθησαν) οἱ ὄσσε Hom. — закружилось у него в глазах
-
2 στροφοδινεω
(= στρεφεδινέω См. στρεφεδινεω) кружитьὕπατοι λεχέων στροφοδινοῦνται Aesch. — (птицы) кружатся над (своими) гнездами
См. также в других словарях:
στρεφεδίνεον — στρεφεδί̱νεον , στρεφεδινέω spin imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) στρεφεδί̱νεον , στρεφεδινέω spin imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεφεδινεῖν — στρεφεδῑνεῖν , στρεφεδινέω spin pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεφεδίνηθεν — στρεφεδί̱νηθεν , στρεφεδινέω spin aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)