-
1 στρεπτού
-
2 στρεπτοῦ
-
3 ὕσπληξ
ὕσπληξ, ηγος, ἡ (Phryn.54, etc., but ὁ CIG2824.14 ([place name] Aphrodisias), Eust.598.23), IG12.313.116, 314.129, Inscr.Perg.10.3 (iii B. C.), Pl. Phdr. 254e, Eust. l. c., etc.: rarely [full] ὕσπληγξ, ηγγος, ἡ (ὁ Hero Aut. 24.4), D.P.121, Dionys.Av.3.18; [dialect] Dor. [full] ὕσπλαγξ Theoc.8.58; gen.Aὕσπλᾱκος IG42(1).98.2
(Epid., iii B. C.): dat. pl.ὕσπληξιν Plu.2.588f
, [dialect] Ep.ὑσπλήγεσσι AP6.259
(Phil.): [dialect] Dor. [full] ὑσπλᾱγίς (q.v.):— snare or gin of a bird-catcher, Theoc. l.c.; wolf-trap, Hsch.; also the part of a springe or noose trap which slips down when touched, Dionys.Av.l.c., cf. 3.13; = ῥόπτρον, Hsch.; = πάσσαλος, κρίκος κεράτινος, Id., Sch.Pl.Phdr. 254e.2 a twisted strand, the untwisting of which releases motive power in an automaton (cf.στρέβλη 1.2
), Hero Aut.2.8 (also, a piece of wood made to rise or fall by this or similar means, ib.6, cf. 24.4);ψυχὴ ἀνθρώπου μυρίαις ὁρμαῖς οἷον ὕσπληξιν ἐντεταμένη Plu.2.588f
; [τὸ θερμὸν] ἀθροῖσαν ἑαυτὸ καὶ οἷον συνεσπειραμένον γεγονός,.. σφοδρᾷ τῇ φορᾷ χρώμενον καὶ οἷον ἀπὸ ὕσπληγος ἐξαλλόμενον Gal.7.623
; ὥσπερ ἀπὸ ὕ. ἀναπεσών throwing himself back as from a ὕ., i. e. violently, Pl.Phdr. 254e; ὥσπερ ἀπὸ ὕ. θέοντες, i.e. running at top speed, Luc.Cat.4.3 a contrivance (of uncertain nature, but prob. on the principle ofὕ. 1
or 2; = Lat. transenna, Gloss.) for starting a race, starting-machine ( κυρίως τὸ μηχάνημα τὸ ἀποκροῦον τὸν κανόνα τοῦ δρομέως Sch.D.P.121; cf. ), ὕσπληγος ἀγκῶνας τρεῖς παραστάδας ὑσπλήγων τέτταρας καὶ κίονας δύο, σύριγγας τῶν ὑ. δύο, in a list of wooden objects, Inscr.Délos 1400.9 (ii B. C.), cf. 1409 Ba ii43 (ii B. C.); ὕσπληγα λαμπαδίειον (for the torch-race) IG11(2).203B96 (Delos, iii B. C.); ἀφέσεις τὰς ἀπὸ τῶν ὑσπλήγων τοῦ Παναθηναϊκοῦ σταδίου ib.22.1035.50 (i B. C.);ἔπεσεν ἡ ὕ. Luc.Tim.20
;τῆς ὕ. εὐθὺς καταπεσούσης Id.Cal.12
; (v.l. ὑφ' ὕσπληγος);διήκει πρὸ αὐτῶν καλῴδιον ἀντὶ ὕσπληγος Paus.6.20.11
; χαλῶσιν αἱ ὕ. ib.13; ἀθρόα δ' ὕσπληξ πάντα (sc. τὰ ἅρματα) διὰ στρεπτοῦ τείνα [τ' ἔ]χουσα κάλω· [ἦ] μέγ' ἐπαχήσασα θοὰς ἐξήλασε πώλους Inscr.Perg. l.c.; ψόφος ἦν ὕσπληγος ἐν οὔασιν, i.e. the race had just started, AP11.86, cf. Plu.2.804e;ἔσχαστο ἡ ὕ. Hld.4.3
;ψαλιδωτὰς ἱππαφέσεις διὰ μιᾶς ὕ. ἅμα πάσας ἀνοιγομένας D.H.3.68
: metaph., κἀπὸ γῆς ἐσχάζοσαν ὕσπληγας were loosing the starting-machine from land, i. e. were starting out from land, Lyc.22.4 = καμπτήρ 11, metaph., D.P.121, cf. Eust. ad loc.; ὕσπληγας ὑποφήνας τῶν κατὰ φιλοσοφίαν λόγων setting limits to.., dub. in metrod.Herc.831.11.6 = μύωψ 11.2 or μάστιξ, Herm. in Phdr.p.170A., Hsch., Suid.; = ὑστριχίς 1, Eust.ad D.P.121 (deriving it from ὗς and πλήσσω).
См. также в других словарях:
στρεπτοῦ — στρεπτόν easily twisted neut gen sg στρεπτός easily twisted masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… … Dictionary of Greek
σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek