Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στρατ-ηλάτης

См. также в других словарях:

  • ξενηλάτης — ο αυτός που απελαύνει τους ξένους ή αυτός που απαγορεύει την είσοδο ξένων σε μια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης ή υποχωρητ. < αρχ. ξενηλατῶ] …   Dictionary of Greek

  • προλάτης — ο, θηλ. προλάτισσα, Ν προπορευόμενος οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης] …   Dictionary of Greek

  • σταθμηλάται — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐξῶσται νεῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ταυρηλάτης — και ταυρελάτης, ὁ, Α 1. αυτός που οδηγεί βόδια, βουκόλος 2. (ιδίως στη Θεσσαλία) ιππέας που μετείχε κατά τρόπο ενεργό στα ταυροκαθάψια*, έφιππος ταυρομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης, με έκταση λόγω… …   Dictionary of Greek

  • στρατολάτης — ο, θηλ. στρατολάτισσα Ν αυτός που τού αρέσει να περπατάει πολύ, στρατοκόπος («διαβάτες μου, διαβάτες μου, καλοί μου στρατολάτες», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού στρατ ελάτης < στράτα + ελάτης / ηλάτης (< ελαύνω), πρβλ. πρωτο λάτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»