-
1 στρατό-μαντις
στρατό-μαντις, εως, ὁ, Wahrsager des Heeres, Aesch. Ag. 121.
-
2 στρατόμαντις
στρατό-μαντις, εως, ὁ, Wahrsager des Heeres
См. также в других словарях:
μάντακας — Επώνυμο οικογένειας Κρητικών αγωνιστών, από το χωριό Λάκκοι της επαρχίας Κυδωνίας του νομού Χανίων. 1. Αναγνώστης (; – Λάκκοι 1918). Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1841 και διακρίθηκε για την ανδρεία του στις μάχες του Προβάρματος (Αποκορώνου)… … Dictionary of Greek