-
1 στρατοπεδεύομαι
στρατοπεδεύωencamp: pres ind mp 1st sg -
2 στρατόω
A to be on a campaign, in the field,ἐστρατόωντο Il.3.187
, 4.378;στρατόωντο A.R.2.387
; στρατωθέν assembled as a host, A.Ag. 133 (lyr.): [var] contr. στρατῶ, glossed στρατοπεδεύομαι, Hdn.Gr.1.442.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατόω
См. также в других словарях:
στρατοπεδεύομαι — στρατοπεδεύω encamp pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδεύω — ΝΜΑ [στρατόπεδο(ν)] καταλύω, εγκαθίσταμαι σε στρατόπεδο (α. «η μονάδα στρατοπέδευσε στους γειτονικούς λόφους» β. «ὑπαίθριοι δ ἔξω ἐστρατοπεδεύετε», Ξεν.) αρχ. 1. σταθμεύω προσωρινά σε έναν τόπο 2. μέσ. στρατοπεδεύομαι α) (για στόλο) παραμένω σε… … Dictionary of Greek