-
1 στρατιώτης
στρατιώτης, ὁ, der Bürger, der kriegspslichtig ist u. Kriegsdienste thut, der Krieger, Her. u. Folgde überall, oft in der Anrede. ὦ ἄνδρες στρατιῶται, Xen. (s. ἀνήρ); – später auch der um Sold Kriegsdienste thut, der eigtl. ξένος oder μισϑοφόρος heißt, Arist. eth. 3, 8; – ποτάμιος στρατιώτης, eine Wasserpflanze, vielleicht eine Art Wasserlinse, Diosc.; eine andere Pflanze ist στρατιώτης χιλιόφυλλος, achillea tomentosa, Diosc.
-
2 στρατιώτης
στρατιώτης, ὁ, der Bürger, der kriegspflichtig ist u. Kriegsdienste tut, der Krieger; oft in der Anrede: ὦ ἄνδρες στρατιῶται; später auch der um Sold Kriegsdienste tut, der eigtl. ξένος oder μισϑοφόρος heißt; ποτάμιος στρατιώτης, eine Wasserpflanze, vielleicht eine Art Wasserlinse; eine andere Pflanze ist στρατιώτης χιλιόφυλλος, achillea tomentosa -
3 στρατιωτης
ὁ ὅμιλος καὴ σ. собир. Thuc. — толпа и армия
-
4 στρατιώτης
στρατιώτηςsoldier: masc nom sg -
5 στρατιώτης
στρατιώτης, ου, ὁ (Aristoph., Hdt.+; loanw. in rabb.) soldier.ⓐ lit. Mt 8:9; 27:27; 28:12; Mk 15:16; Lk 7:8; J 19:2; Ac 10:7; 28:16; GPt 8:30–32 al.; AcPl Ha 10, 28.ⓑ fig., but w. the major component of allegiance to a commander in the central mng. of ‘soldier’ as defining aspect στ. Χριστοῦ Ἰησοῦ a soldier of Christ Jesus 2 Ti 2:3; AcPl Ha 8, 9; cp. ὁ τοῦ θεοῦ στ. 11, 6 (on the idea cp. the lit. s.v. πανοπλία 2 and s. PGM 4, 193).—B. 1380. DELG s.v. στρατό. M-M. TW. -
6 στρατιώτης
ο1) солдат, рядовой, боец; воин (высок.);πηγαίνω στρατιώτης — быть призванным в армию;
2) перен. борец, боец; защитник; поборник (книжн.);στρατιώτης του καθήκοντος — человек долга;
στρατιώτης των ιδεών — борец за идеи
-
7 στρατιώτης
{сущ., 26}воин, солдат.Ссылки: Мф. 8:9; 27:27; 28:12; Мк. 15:16; Лк. 7:8; 23:36; Ин. 19:2, 23, 24, 32, 34; Деян. 10:7; 12:4, 6, 18; 21:32, 35; 23:23, 31; 27:31, 32, 42; 28:16; 2Тим. 2:3.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στρατιώτης
-
8 στρατιώτης
{сущ., 26}воин, солдат.Ссылки: Мф. 8:9; 27:27; 28:12; Мк. 15:16; Лк. 7:8; 23:36; Ин. 19:2, 23, 24, 32, 34; Деян. 10:7; 12:4, 6, 18; 21:32, 35; 23:23, 31; 27:31, 32, 42; 28:16; 2Тим. 2:3.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στρατιώτης
-
9 στρατιώτης
воин, солдат.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στρατιώτης
-
10 στρατιώτης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στρατιώτης
-
11 στρατιώτης
-
12 στρατιώτης
[сгратьетис] ουσ. а. солдат, воин.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στρατιώτης
-
13 στρατιώτης
-ου + ὁ N 1 0-0-0-0-6=6 2 Mc 5,12; 14,39; 3 Mc 3,12; 4 Mc 3,7.12Cf. LAUNEY 1949 25-26.29-30; →NIDNTT; TWNT -
14 στρατιώτης
[сгратьетис] ουσ α солдат, воин. -
15 στρατιώτης
Aστρατιῶτα Philem.155
: ([etym.] στρατιά):— soldier, Hdt.4.134, al., Cratin.143, IG12.60.12, etc.;στρατιώτας καταλέγειν Ar.Ach. 1065
; σ. μισθωσάμενος, of Pisistratus, Arist.Ath. 15.2; ἄνδρες ς., in a speech, Th.7.61; collectively, in sg., ὁ πολὺς ὅμιλος καὶ ς. Id.6.24; also of soldiers serving on ship-board, Id.2.88.2 later, professional soldier,= μισθοφόρος, Arist.EN 1116b15, cf.Archestr.Fr.61; soldier in Ptolemaic and Roman Egypt, PEnteux. 54.8 (iii B.C.), OGI86.12 (iii B.C.), PLond.1.142.4 (i A.D.), etc.;Κάσσανδρος τῶν Ἀπολλωνίου στρατιωτῶν PCair.Zen.301.1
(iii B.C.).II water-lettuce (σ. ἔνυδρος Gal.12.131
), Pistia Stratiotes, Meno Iatr.6.22, Dsc.4.101; σ. χιλιόφυλλος, Achillea Millefolium, yarrow or milfoil, ib.102.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατιώτης
-
16 στρατιώτης
soldat -
17 στρατιώτης
1) wojak (m) rzecz.2) żołnierz (m) rzecz. -
18 στρατιώτης
1) voják2) vojín -
19 στρατιώτης
soldierΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στρατιώτης
-
20 συ-στρατιώτης
συ-στρατιώτης, Mitsoldat, Kriegsgefährte; Plat. Rep. VIII, 556 c; Xen. u. Sp., wie Luc. Mort. D, 29, 1.
См. также в других словарях:
στρατιώτης — soldier masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. στρατιῶτις, ώτιδος, ΜΑ απλός πολίτης που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς νεοελλ. 1. (ειδικά) α) οπλίτης που δεν έχει κανένα βαθμό β) (με ευρεία έννοια) κάθε μέλος τού στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο στρατιωτικός 2.… … Dictionary of Greek
στρατιώτης — ο θηλ. στρατιωτίνα 1. απλός οπλίτης χωρίς κανένα βαθμό. 2. υπέρμαχος, αγωνιστής: Στρατιώτης της Eκκλησίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… … Dictionary of Greek
ακροβολιστής — Στρατιώτης που έχει πάρει θέση σε ακροβολιστικό σχηματισμό στην αρχική φάση της επίθεσης. Οι α. αναπτύσσουν τους σχηματισμούς τους από 1.000 έως 7.000 μ. πιο μπροστά από την προφυλακή, η οποία βαδίζει συντεταγμένη σε φάλαγγες ως το κύριο σώμα του … Dictionary of Greek
λιποτάκτης — Στρατιώτης που εγκαταλείπει παράνομα και χωρίς άδεια τις τάξεις του στρατού. Η πράξη του λ. ονομάζεται λιποταξία και τιμωρείται από τον Στρατιωτικό Ποινικό Νόμο. Μεταφορικά λ. καλείται εκείνος που εγκαταλείπει τον ιδεολογικό αγώνα. * * * ο (Α… … Dictionary of Greek
στρατιῶτα — στρατιώτης soldier masc voc sg στρατιώτης soldier masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύζωνας — Στρατιώτης του ελληνικού στρατού με ειδική στολή και ελαφρύ οπλισμό. Ονομάζεται και τσολιάς. Οι πολεμιστές στην Επανάσταση του 1821 φορούσαν την τότε εθνική ενδυμασία: φουστανέλα, φέσι και τσαρούχια. Το 1823, κατά την περίοδο του Αγώνα,… … Dictionary of Greek
στρατιωτέων — στρατιώτης soldier masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτῶν — στρατιώτης soldier masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιῶται — στρατιώτης soldier masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)