-
1 itfaiye
πυροσβεστική -
2 насос
η αντλίαподавать - ом παρέχω/δίνω με -винтовой - ελικοφόρος -, κοχλιοφόρα/κο-χλιωτή -высоконапорный - см. - высокого давления газовый - αερίωνгрузовой мор. - φορτίουдвухступенчатый - δύο βαθμίδων, διβάθμια -двухцилиндровый - δύο κυλίνδρων, διπλή -масляный - του ελαίου/λαδιούнагнетательный - της πίεσης/κατάθλιψηςосушительный мор. - των σεντινώνподающий ав. - παροχήςподкачивающий ав. см. подающий -продувочный - της εξαέρωσης/σάρωσηςради-ально-поршневой - περιστροφική - με την παλινδρομική κίνηση των εμβόλωνроторный - με ρότορα/στροφέαручной - χειροκίνητη -, η χειραντλίαстояночный мор. - του λιμανιού, судовой - του πλοίουтопливный - του καυσίμου, тормозной (ж - д.) - της πέδηςтрюмный мор. - του κύτους/αμπαριούцентробежный - сдвусторонним всасыванием φυγόκεντρος - με διπλή αναρρόφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насос
-
3 лестница
лестница ж η σκάλα· пожарная \лестница η πυροσβεστική σκάλα* * *жη σκάλαпожа́рная ле́стница — η πυροσβεστική σκάλα
-
4 пожарный
пожар||ный1. прил πυροσβεστικός, τῆς πυρκαϊάς:\пожарныйная команда ἡ πυροσβεστική ὑπηρεσία· \пожарныйный насо́с ἡ πυροσβεστική ἀντλία·2. м ὁ πυροσβέστης. -
5 πυροσβεστικός
η, ό[ν] (противо)пожарный;πυροσβεστική υπηρεσία — противопожарная служба;
πυροσβεστική αντλία — пожарный насос;
πυροσβεστικός σταθμός — пожарная часть;
πυροσβεστικό σώμα — пожарная команда
-
6 катер
η άκατος, το πλοιάριοбуксирный - ρυμούλκησης, το ρυμουλκόдежурный - του συναγερμού/της υπηρεσίας- на подводных крыльях - με υποβρύχια πτερύγια, το «δελφίνι»- εκδρομώνрейдовый - της ρά-δας, разг. η λάντζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катер
-
7 команда
1. вчт. η εντολή 2. (группа людей) η ομάδα, (ав., мор.) το πλήρωμα 3. (приказ) η διαταγή, η εντολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > команда
-
8 лестница
η κλίμακα, разг. η σκάλα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лестница
-
9 мотопомпа
η μηχανοκίνητη αντλία, η αντλία με κινητήραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мотопомпа
-
10 поезд
η αμαξοστοιχία, ο (σιδηροδρομικός) συρμόςразг. το τρένο (ξεν.)санитарный - υγειονομική -, νοσοκομειακή -товарный - το φορτηγό τρένο, η εμπορική αμαξοστοιχία (για μεταφορά ζώωνκαυσίμων κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поезд
-
11 просека
1. (очищенная от деревьев полоса в лесу, служащая границей, дорогой и т.п.) το πέρασμα (στο δάσος)η υλοτο-μημένη λωρίδα του δάσους (για πέρασμα, σύνορα κ.λπ.)2. (противопожарный участок в лесу) η πυροσβεστική ζώνη του δάσους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просека
-
12 служба
1. (отрасль производства, учреждение, организация) η υπηρεσία, το σώμαдиспетчерская - подхода ав. - προσέγγισης του αεροδρομίου2. (работа, должность)η δουλειά, η εργασία 3 (исполнение воинских обязанностей) η θητεία 4. (богослужение) η (θεία) λειτουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > служба
-
13 шланг
ο (λαστιχένιος ή υφασμάτινος) σωλήν/ας, разг. το λάστιχοпожарный - πυρκαγιάς/πυρόσβεσης, разг. η πυροσβεστική μάνικαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шланг
-
14 брандспойт
брандспойтм ἡ πυροσβεστική ἀντλία. -
15 каланча
каланча́ж1. ἡ σκοπιά, ἡ βίγλα:пожарная \каланча ἡ πυροσβεστική σκοπιά·2. перен (о высоком человеке) разг ὁ λελε-κας. -
16 лестиица
лестииц||аж ἡ σκάλα, ἡ κλΐμαξ:винтовая \лестиица ἡ στριφτή σκάλα, ἡ ἐλικοειδής σκάλα· пожарная \лестиица ἡ πυροσβεστική σκάλα· подниматься (спускаться) по \лестиицае ἀνεβαίνω (κατεβαίνω) τή σκάλα. -
17 машина
маши́н||аж1. ἡ μηχανή, τό μηχάνημα, ὁ μηχανισμός:швейная \машина ἡ ραπτομηχανή· паровая \машина ἡ ἀτμομηχανή· счетная \машина ἡ ἀριθμομηχανή, ἡ λογιστική μηχανή·2. (автомобиль) разг τό αὐτοκίνητο[ν]:легковая \машина ἡ λιμουζίνα· грузовая \машина τό φορτηγό αὐτοκίνητο· санитарная \машина τό ὑγειονομικό αὐτοκίνητο· пожарная \машина ἡ πυροσβεστική ἀντλία· вести́ \машинау ὁδηγώ αὐτοκίνητο·3. перен ἡ μηχανή:государственная \машина ἡ κρατική μηχανἤ военная \машина ἡ στρατιωτική μηχανή, ἡ πολεμική μηχανή· ◊ адская \машина ἡ ὠρολογιακή βόμβα. -
18 насос
насосм ἡ ἀντλία, ἡ τρόμπα, ἡ του-λούμπα/ ἡ ὑδραντλία (водяной)/ ἡ ἀεραντλία (воздушный):пожарный \насос ἡ πυροσβεστική ἀντλία· качагь \насосом ἀντλῶ, τρομπάρω. -
19 αντλία
-
20 υπηρεσία
η1) служба, исполнение служебных обязанностей;στρατιωτική (κρατική) υπηρεσία — военная (государственная) служба;
στίς ώρες της υπηρεσίας — в служебное время;
μπαίνω στην υπηρεσία — поступать на службу;
αναλαμβάνω υπηρεσία — приступать к исполнению служебных обязанностей;
καλώ εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν — призывать на военную службу;
δυανύω ενεργόν υπηρεσίαν — находиться на действительной службе;
απολύομαι τής υπηρεσίας — быть уволенным со службы;
εκτελώ υπηρεσία — нести службу;
επαθε εν υπηρεσία — он пострадал при исполнении служебных обязанностей;
2) дежурство; наряд, вахта;έχω υπηρεσίαν — или είμαι της υπηρεσίας — дежурить, быть дежурным;
παραλαμβάνω (παραδίδω) υπηρεσίαν — принимать (сдавать) дежурство;
3) стаж (работы);έχω τριάντα χρόνια υπηρεσία — иметь тридцатилетний стаж работы;
συνεπλήρωσα τα έτη της υπηρεσίας — я заработал себе пенсию;
4) услуга;προσφέρω υπηρεσία — оказать услугу;
προσφέρω τίς υπηρεσίαες μου — предлагать свои услуги;
5) обслуживающий персонал; прислуга (собир.);6) ведомство; служба; учреждение;δημόσια υπηρεσία — государственное учреждение;
στρατιωτική (πολιτική) υπηρεσία — военное (гражданское) ведомство;
διπλωματική υπηρεσία — дипломатическая служба, дипслужба;
οικονομική υπηρεσία — финансовое ведомство; — финансовый орган;
ταχυδρομική υπηρεσία — почтовая служба, почтовое ведомство;
υγειονομική (τελωνιακή, μυστική) υπηρεσίαυπηρεσία — санитарная (таможенная, секретная) служба;
πυροσβεστική υπηρεσία — пожарная охрана;
μετεωρολογική υπηρεσία — служба (или бюро) погоды
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πυροσβεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πυροσβέστες 2. φρ. α) «πυροσβεστική τεχνολογία» χαρακτηρισμός τού συνόλου τών τεχνικών μέσων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη, την ανίχνευση και την καταστολή πυρκαγιών β)… … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
φωλιά — Το κατάλυμα, η κατοικία, που κατασκευάζουν πολλά ζώα, για να προφυλαχθούν από τις καιρικές μεταβολές και από τους εχθρούς τους, κυρίως όμως για να γεννήσουν και αναθρέψουν εκεί τους απογόνους τους. Φ. φτιάχνουν πολλά θηλαστικά, κυρίως τα τρωκτικά … Dictionary of Greek
πυροσβεστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυροσβέστη: Πυροσβεστική υπηρεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)