-
1 στρατηλατών
στρατηλάτηςleader of an army: masc gen plστρατηλατέωlead an army into the field: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
2 στρατηλατῶν
στρατηλάτηςleader of an army: masc gen plστρατηλατέωlead an army into the field: pres part act masc nom sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
στρατηλατῶν — στρατηλάτης leader of an army masc gen pl στρατηλατέω lead an army into the field pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek