-
1 στρατηγός
στρατηγός, οῦ, ὁ (στρατός ‘army, host’, ἄγω; Aeschyl., Hdt.+; ins, pap, LXX; EpArist 280; Philo, Joseph.; Mel., P. 105, 818; loanw. in rabb. Orig. ‘general’).① the highest official in a Gr-Rom. city, praetor, chief magistrate pl. of the highest officials of the Roman colony of Philippi. This title was not quite officially correct, since these men were properly termed ‘duoviri’, but it occurs several times in ins as a popular designation for them (JWeiss, RE XII 1903, p. 39, 39f.—στρατηγοί governed Pergamum [Jos., Ant. 14, 247] and Sardis [14, 259]) Ac 16:20, 22, 35f, 38.—Mommsen, Röm. Geschichte V 274ff; JMarquardt, Staatsverw. I2 1881, 316ff; Ramsay, JTS 1, 1900, 114–16; FHaverfield, ibid. 434f; Zahn, Einl.3 I 378ff; AWikenhauser, Die AG 1921, 346f. Mason 86f.② ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ=commander responsible for the temple in Jerusalem, captain of the temple Ac 4:1; 5:24. Also simply ὁ στρατηγός (Jos., Bell. 6, 294, Ant. 20, 131) vs. 26. In the pl. (LXX; s. Schürer II 278, 7) στρατηγοὶ (τοῦ ἱεροῦ) Lk 22:4, 52.—Schürer II 277f and s. EBriess, WienerStud 34, 1912, 356f; Kl. Pauly V 388–91 (CIG 3151 στ. ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ).—B. 1381f. DELG s.v. στρατό. M-M. TW. -
2 στρατηγος
ὅ(Arph. тж. ἥ σ. = στρατηγίς II, 2)
1) (тж. ἀνέρ σ.) (главно)командующий, полководец(τοῦ πεζοῦ Her.; τοῦ βασιλέως στρατεύματος Xen.)
2) командующий сухопутными силами3) командующий пехотой(ὅ σ. καὴ ὅ ἵππαρχος Thuc.)
4) правительτί τοῦτ΄ αὖ φασὴ κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγόν ; Soph. — что это еще за указ объявил, говорят, правитель (Фив)?5) ( в Афинах) стратег (коллегия из 10 стратегов, по одному от каждой филы, переизбиравшихся ежегодно, ведала всеми военными делами; в военное время одни из них командовали вооруженными силами, а остальные продолжали исполнять свои обязанности в Афинах) Thuc., Xen., Dem.6) стратег (член высшего совета союза греч. государств - Ахейского или Эолийского) Polyb.7) ( в Риме)(тж. σ. ὕπατος) консул Polyb., реже претор или претор по делам римских граждан (лат. praetor urbanus) Polyb.
8) начальник или смотритель(στρατηγοὴ τοῦ ἱεροῦ NT.)
-
3 στρατηγός
στρατηγόςleader: masc nom sg -
4 στρατηγός
ο1) генерал;στρατηγός απόστρατος — или στρατηγός εν αποστρατεία — генерал в отставке, отставной генерал;
2) ист. стргтег -
5 στρατηγός
ὁ στρατηγός (στρατός + ἀγω) полководец; стратег (название государственной должности в греческих городах) -
6 στρατηγός
{сущ., 10}1. правитель;2. начальник стражи при храме, воевода, смотритель.Ссылки: Лк. 22:4, 52; Деян. 4:1; 5:24, 26; 16:20, 22, 35, 36, 38.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στρατηγός
-
7 στρατηγός
{сущ., 10}1. правитель;2. начальник стражи при храме, воевода, смотритель.Ссылки: Лк. 22:4, 52; Деян. 4:1; 5:24, 26; 16:20, 22, 35, 36, 38.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στρατηγός
-
8 στρατηγός
στρᾰτηγ-ός, ὁ (the fem. in Ar.Ec. 491, 500 is merely comic), Arc. and [dialect] Dor. [full] στρᾰτᾱγός IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.), SIG597 B (Thermum, iii B.C.), etc.; [dialect] Aeol. [full] στρότᾱγος IG12 (2).6.7 (Mytil.), 11(2).1064b27 ([place name] Delos):—A leader or commander of an army, general, Archil.58.1, A.Th. 816, Arist.Ath.22.3, etc.; ἀνὴρ ς. A.Ag. 1627, Pl. Ion 540d; opp. ναύαρχος (admiral), S.Aj. 1232 (v. infr. 11.1).2 generally, commander, governor, πόλει κήρυγμα θεῖναι τὸν ς. Id.Ant.8, cf. Arist.Mu. 398a29.3 c. gen.,στρατηγοὶ τοῦ πεζοῦ Hdt.7.83
;τῶν παραθαλασσίων Id.5.25
, etc.;Ἀχαιῶν S.Aj.
l.c.;στρατεύματος X.An.1.7.12
.4 metaph., παραλαβὼν.. οἶνον ς. Antiph.18; στρατηγοὶ κυνηγεσίων masters of hounds, Arist.Mu. 398a24; so strategum te facio huic convivio, Plaut.Stich.702.II at Athens, the title of 10 officers elected by yearly vote to command the army and navy, and conduct the war-department at home, commanders in chief and ministers of war, Hdt.6.109, Th.1.61, 4.2, Arist.Ath.26.1, 44.4, 61.1, D.4.25;οἱ σ. οἱ εἰς Σικελίαν And.1.11
, cf. IG12.302.46, al.;σ. εἵλοντο δέκα X.HG1.5.16
, cf. Eup. 117.4, pl.Com. 185, etc.;τῷ σ. τῷ ἐπὶ τὰς συμμορίας ᾑρημένῳ IG22.1629.209
; when distd. from ναύαρχος and ἵππαρχος, the στρατηγός is commander of the infantry, Decr. ap. D.18.184, Arist.Ath.4.2; χειροτονηθεὶς σ. ἐπὶ τὸ ναυτικόν, ἐπὶ τὰ ὅπλα, IG22.682.5,31; ἐπὶ τὴν παρασκευήν ib.22; ἐπὶ τὴν χώραν ib.24.2 also of chief magistrates of the cities of Asia Minor, Hdt.5.38; of many other Greek states, IG5(2) l.c. (Tegea, iv B.C.), 12(9).191 A 44 (Eretria, iv B.C.), OGI329.42 (Aegina, ii B.C.), Timae.114, Plb.2.43.1, etc.3 in Ptolemaic and Roman Egypt, military and civil governor of a nome, PEnteux. 1.12, al. (iii B.C.), PCair.Zen.351.4 (iii B.C.), BGU1730.11 (i B.C.), OGI184.3 (Philae, i B.C.), Wilcken Chr. 41 ii 6 (iii A.D.), 43.1 (iv A.D.); also in other parts of the Ptolemaic empire, e.g. at Calynda in Caria, PCair.Zen. 341 (a).20 (iii B.C.); in Cyprus, OGI84 (iii B.C.); ὁ σ. τῆς Ἰνδικῆς καὶ Ἐρυθρᾶς θαλάσσης ib. 186 (Philae, i B.C.); in the Attalid empire, ib.267.13 (Pergam., iii B.C.), al.; σ. τῆς πόλεως at Alexandria, BGU729.1 (ii A.D.); at Ptolemais, OGI 743 = Raccolta Lumbroso 299 (i B.C.), Sammelb. 7027 (ii A.D.).4σ. ὕπατος
consul,IG
5(1).1165 (Gythium, ii B.C.), 9(2).338 (Cyretiae, ii B.C.), 42(1).306 D (Epid., ii B.C.), Plb.1.52.5; also ς. alone, Id.1.7.12, al., SIG685.20 (Crete, ii B.C.), and ὕπατος alone, v. ὕπατος; σ. ἀνθύπατος proconsul, ib.826 I 1 (Delph., ii B.C.), 745.2 (Rhodes, i B.C.); ἑξαπέλεκυς ς. praetor, Plb.3.106.6; used of the praetor urbanus, Id.33.1.5; calledσ. κατὰ πόλιν IG14.951
(i B.C.), etc.; ς. alone, = praetor, D.H.2.6, Arr.Epict.2.1.26: also of the duumviri or chief magistrates of Roman colonies, as of Philippi, Act.Ap.16.20: later of the Comes Orientis, Lib.Or.56.21.5 an officer who had the custody of the Temple at Jerusalem,ὁ σ. τοῦ ἱεροῦ Ev.Luc. 22.52
, Act.Ap.4.1, J.BJ6.5.3.6 νυκτερινὸς ς. superintendent of police at Alexandria, Str.17.1.12.7 = φαλαγγάρχης (q.v.), Arr. Tact.10.7, Ael.Tact.9.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατηγός
-
9 στρατηγός
1. правитель; 2. начальник (стражи при храме), воевода, смотритель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στρατηγός
-
10 στρατηγός
-
11 στρατηγός
-οῦ + ὁ N 2 0-5-7-15-32=59 1 Sm 29,3.4; 1 Chr 11,6; 12,20; 2 Chr 32,21captain, commander, general 1 Sm 29,3; governor 2 Mc 12,2*Ez 32,30 στρατηγοὶ Ασσουρ the commanders of Assur-ורשׁא סרני? for MT רשׁא צדני the Sidonians, whoCf. DELCOR 1967a, 155-156; PETIT, T. 1988, 59-65; →NIDNTT; TWNT -
12 στρατηγός
[стратнгос] ουσ α генерал, (ιστ) стратег. -
13 στρατηγός
στρατ-ηγός, ὁ, Anführer eines Kriegsheers, Heerführer; übh. Anführer. In manchen griechischen Staaten die höchste obrigkeitliche Person; in Athen die Anführer des Fußvolks, die zugleich eine richterliche Behörde bilden. Bei den Römern praetor, u. στρατηγὸςὕπατος, consul -
14 στρατηγός
général -
15 στρατηγός
1) generalny przym.2) generał (m) rzecz.3) główny przym.4) ogólny przym.5) walny przym. -
16 στρατηγός
1) celkový2) generál3) generální4) povšechný5) valný6) vojevůdce7) všeobecný -
17 στρατηγός
generalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στρατηγός
-
18 συ-στράτηγος
συ-στράτηγος, ὁ, Mitfeldherr, College des στρατηγός; Eur. Phoen. 745; Thuc. 2, 58; Xen. An. 2, 6, 29.
-
19 ἀρχι-στρατηγός
ἀρχι-στρατηγός, ὁ, Oberfeldherr, Ios.
-
20 ὑπο-στράτηγος
ὑπο-στράτηγος, ὁ, Unterfeldherr, Xen. An. 3, 1,32. Bei den Römern legatus, D. Cass.
См. также в других словарях:
στρατηγός — leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγός — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής… … Dictionary of Greek
στρατηγός — ο αρχηγός στρατού, ανώτατος αξιωματικός του στρατού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στρατηγός, Ξενοφώντας — Στρατιωτικός και πολιτικός (1869 1927). Σπούδασε στην πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου. Στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 13 υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο, του οποίου αργότερα έγινε υπαρχηγός. Αποστρατεύτηκε το 1917 αλλά μετά την παλιννόστηση… … Dictionary of Greek
Χανδρηνός, Ανδρέας — Στρατηγός του Βυζαντίου στα χρόνια του Ανδρόνικου B’ Παλαιολόγου (1282 1328). Καταγόταν από παλαιά στρατιωτική οικογένεια της Μικράς Ασίας και πήρε μέρος σε διάφορους πολέμους εναντίον των Τούρκων στη Μικρά Ασία και εναντίον των Καταλανών στη… … Dictionary of Greek
Стратег — (στρατηγός) у древних греков должность главнокомандующего войском, заведовавшего в то же время внешними делами государства и отчасти финансами, включая судебную власть по всем указанным отраслям управления. Должность С. была повсеместной: так мы… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
СТРАТЕГ — • Στρατηγός, см. Exercitus, Войско, 4. 6 … Реальный словарь классических древностей
Ολοφέρνης — Στρατηγός των Ασσυρίων την εποχή του Ναβουχοδονόσορα, περσικής καταγωγής. Σύμφωνα με την παράδοση, σκοτώθηκε από την όμορφη Εβραία Ιουδήθ, χήρα του Μανασή, την ώρα που κοιμόταν στο κρεβάτι του, κατά την πολιορκία της ιουδαϊκής πόλης Βετυλούας. Η… … Dictionary of Greek
Πανάρης — Στρατηγός της Κρητικής Κυδωνίας, που έδρασε στο πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ. Κάτω από την αρχηγία του ίδιου και του Λασθένη οι Κρητικοί αγωνίστηκαν με επιτυχία εναντίον των διαφόρων επιδρομών των Ρωμαίων στο διάστημα 74 69 π.Χ., οπότε αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
Πασσιπίδας — Στρατηγός των Λακεδαιμονίων στα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Κατηγορήθηκε ότι βοήθησε τον Τισαφέρνη και για τον λόγο αυτό εξορίστηκε … Dictionary of Greek
Πρεπέλαος — Στρατηγός του Κάσσανδρου, του διαδόχου του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μακεδονία (3ος – 4ος αι. π.Χ.). Διακρίθηκε για την τόλμη και τη στρατηγική ευφυΐα του σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, που ο Μακεδόνας βασιλιάς του ανέθεσε. Το 303 π.Χ. ήταν… … Dictionary of Greek