-
1 призывник
ο κληρωτός, ο νεοσύλλεκτος, о στρατεύσιμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > призывник
-
2 военнообязанный
-
3 военнообязанный
военнообязанныйм ὁ κληρωτός, ὁ στρατεύσιμος. -
4 годный
годн||ыйприл καλός, κατάλληλος (πρός, διά)/ Ικανός (способный)/ ἔγκυρος, ἰσχύων (о билете и т. п.):\годныйый к военной слу́жбе Ικανός γιά τό στρατό, στρατεύσιμος· \годныйый Для питья πόσιμος· ни на что не \годныйый δέν εἶναι ἀξιος γιά τίποτε, δέν κάνει γιά τίποτε. -
5 допризывник
допризы́вн||икм ὁ στρατεύσιμος πού Εαιδεύεται πρίν κληθεί ἡ κλάση του. -
6 призываться
призыв||а́ться(на военную службу) εἶμαι κληρωτός, εἶμαι στρατεύσιμος. -
7 призывник
призыв||ни́км ὁ στρατεύσιμος, ὁ κληρωτός, ὁ νεοσύλλεκτος. -
8 призывной
призыв||нойприл τής στρατολογίας, στρατολογικός:\призывнойно́й возраст ἡ στρατεύσιμος ἡλικία, ἡ κλάσις τοῦ στρατοῦ· \призывнойно́й пункт τό στρατολογικό γραφείο. -
9 допризывник
[νταπριζύβνικ] ουσ. α στρατεύσιμος -
10 допризывник
[νταπριζύβνικ] ουσ α στρατεύσιμος -
11 военнообязанный
επ.στρατεύσιμος. -
12 допризывник
-а α.ο στρατεύσιμος. -
13 призывник
-а α.στρατεύσιμος• κληρωτός νεοσύλλεκτος. -
14 служильный
επ. παλ.1. στρατεύσιμος•-ое сословие στρατεύσιμο στρώμα της κοινωνίας.
2. προαγμένος για υπηρεσία (όχι σαν προνομιούχος).
См. также в других словарях:
στρατεύσιμος — fit for military service masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατεύσιμος — η, ο / στρατεύσιμος, ον, ΝΑ [στράτευσις] 1. κατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία («στρατεύσιμος ἡλικία», Ξεν.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατεύσιμος (για πρόσ.) νεαρό άτομο υποχρεωμένο να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία νεοελλ. (νομ.) ο… … Dictionary of Greek
στρατεύσιμος — η, ο κατάλληλος για στράτευση ή υποχρεωμένος να στρατευθεί: Κλήθηκαν οι στρατεύσιμοι της 76ης ΕΣΣΟ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατεύσιμον — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem acc sg στρατεύσιμος fit for military service neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατευσίμους — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατευσίμων — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατευσίμῳ — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατεύσιμα — στρατεύσιμος fit for military service neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατεύσιμοι — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… … Dictionary of Greek
ανυποταξία — η (Α ἀνυποταξία) απείθεια, ανυπακοή νεοελλ. Στρ. στρατιωτικό αδίκημα κατά το οποίο στρατεύσιμος δεν παρουσιάστηκε για κατάταξη την τακτή ημερομηνία … Dictionary of Greek