-
1 στρατευσείω
στρατευσείω, desiderat. von στρατεύω, Luft haben zu einem Feldzuge, D. Cass. 53, 25.
-
2 στρατευσείω
См. также в других словарях:
στρατευσείω — Α (εφετικός τ.) επιθυμώ την εκστρατεία, τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατεύω + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. ναυμαχη σείω, πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek