-
1 στρατευματικός
στρατευματικός, zum Feldzuge od. zum Kriege gehörig, kriegerisch (?).
-
2 στρατευματικός
στρατευματικός, zum Feldzuge od. zum Kriege gehörig, kriegerisch -
3 στρατευτικός
στρατευτικός, = στρατευματικός, im superlat. Chaeremon bei Ath. XIII, 562 f.