Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

στραταρχική

См. также в других словарях:

  • μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • στραταρχικός — ή, ό / στραταρχικός, ή, όν, ΝΑ [στρατάρχης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατάρχη («στραταρχική ράβδος» ράβδος χαρακτηριστική τού αξιώματος που έχει ο στρατάρχης) αρχ. (για πρόσ.) κατάλληλος για το αξίωμα τού στρατάρχη …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η 1. ραβδί, μπαστούνι· «ποιμαντορική ράβδος», η πατερίτσα του επισκόπου· «στραταρχική ράβδος», μικρό ραβδί με στολίδια, διακριτικό του αξιώματος του στρατάρχη· «αστυνομική ράβδος», το κλομπ των αστυνομικών. 2. κάθε αντικείμενο που μοιάζει με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραταρχικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο στρατάρχη: Στραταρχική ράβδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»