Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

στραταγῶ

См. также в других словарях:

  • στραταγώ — έω, Α (δωρ. τ.) βλ. στρατηγώ …   Dictionary of Greek

  • στραταγῶ — στρατᾱγῶ , στρατηγός leader masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγώ — στρατηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στραταγῶ και αιολ. τ. στροταγῶ, έω, Α [στρατηγός] είμαι στρατηγός, διοικώ στράτευμα αρχ. 1. (γενικά) είμαι αρχηγός στρατεύματος ή στόλου 2. (ειδικά στην Αθήνα) έχω το αξίωμα τού στρατηγού 3. (με αιτ. προσ.) α)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»