-
1 στραταγών
-
2 στραταγῶν
См. также в других словарях:
στραταγῶν — στρατᾱγῶν , στρατηγός leader masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 στραταγών
2 στραταγῶν
στραταγῶν — στρατᾱγῶν , στρατηγός leader masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)