Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στραγγός

См. также в других словарях:

  • στραγγός — στράγξ trickle fem gen sg στραγγός twisted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγός — και στραγός, ή, όν, ΜΑ [στράγξ, γγός] 1. στριμμένος, συνεστραμμένος 2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί») 3. (για πρόσ.) αναιδής 4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα 5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί… …   Dictionary of Greek

  • στραγγῆς — στραγγός twisted fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγή — στραγγός twisted fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγήν — στραγγός twisted fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγῶς — στραγγός twisted adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγότεραι — στραγγός twisted fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγοτέρας — στραγγοτέρᾱς , στραγγός twisted fem acc comp pl στραγγοτέρᾱς , στραγγός twisted fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγώς — Α επίρρ. βλ. στραγγός …   Dictionary of Greek

  • στραγός — ὁ, Α βλ. στραγγός …   Dictionary of Greek

  • strenk-, streng- —     strenk , streng     English meaning: stiff, tight     Deutsche Übersetzung: ‘straff, beengt” under likewise ; ‘strang, zusammendrehen, zusammenziehen”     Note: (as by ster g , stre g , see under ster “ stare “)     Material: Gk. στραγγός “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»