-
1 στραβοί
στραβόςsquinting: masc nom /voc pl -
2 βλωμός
βλωμ-ός, ὁ,A = ψωμός, morsel of bread, Call.Fr. 240; cf. ὀκτάβλωμος: —[var] Dim. [suff] βλωμ-ίδιον, τό, Eust.1817.55: [full] βλωμιαῖοι ἄρτοι prob. l. in Philem.Gloss. ap. Ath.<*>. 114e.II βλωμοί· στραβοί, Hsch. -
3 βλωμοί
Grammatical information: ?Meaning: στραβοί H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Grošelj Živa Ant. 3, 198 (to βάλλω; ?).Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλωμοί
См. также в других словарях:
στραβοί — στραβός squinting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουτσός — ή, ό (Μ κουτσός και κοτσός, ή, όν) (για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός νεοελλ. 1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό είδος παιχνιδιού που… … Dictionary of Greek
καλικάντζαροι — Δαιμονικά πειραχτικά όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, οι κ. εμφανίζονταν τις νύχτες του δωδεκαήμερου, μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων, και λέρωναν τις προμήθειες των νοικοκυραίων, έπιαναν όσους ανθρώπους… … Dictionary of Greek