Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στραβά

  • 1 στραβά

    [страва] επίρ. криво, косо, набекрень,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στραβά

  • 2 набекрень

    επίρ.
    λοξά, στραβά•

    шапка набекрень η σκούφια στραβά•

    с шапкой -; в шапке набекрень με τη σκούφια στραβά.

    Большой русско-греческий словарь > набекрень

  • 3 кое-как

    кое-как κάπως τσάτρα πάτρα, κούτσα στραβά
    * * *
    κάπως· τσάτρα πάτρα, κούτσα στραβά

    Русско-греческий словарь > кое-как

  • 4 криво

    криво λοξά, στραβά
    * * *
    λοξά, στραβά

    Русско-греческий словарь > криво

  • 5 вкривь

    вкривь
    нареч λοξά, στραβά· ◊ \вкривь и вкось στραβά καί ἀνάποδα· судить \вкривь и вкось μιλάω στά κουτουροῦ, λέγω δτι μοῦ κατέβη.

    Русско-новогреческий словарь > вкривь

  • 6 набок

    набок
    нареч στό πλάι, λοξά, στραβά:
    надеть шляпу \набок βάζω τό καπέλλο στραβά.

    Русско-новогреческий словарь > набок

  • 7 вкривь

    επίρ.
    στραβά, ζαβά. || μτφ. εσφαλμένα•

    он все понимает вкривь αυτός όλα τα καταλαβαίνει στραβά.

    Большой русско-греческий словарь > вкривь

  • 8 уродливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о.
    1. τερατώδης, τερατόμορφος. || παραμορφωμένος, στραβός•

    -ые деревья στραβά δέντρα•

    -ые ветви στραβά κλαδιά.

    2. άσχημος, δυσειδής, δύσμορφος.
    3. μτφ. διαστρεβλωμένος, διαστρεμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > уродливый

  • 9 глядеть

    глядеть
    несов
    1. (смотреть) βλέπω, κυττάζω, θωρῶ, θεωρώ, παρατηρώ:
    \глядеть исподлобья κρυφό κυττάζω1
    2. (быть обращенным в какую-л. сторону) ἔχω θέα[ν], βλέπω προς·
    3. (присматривать) προσέχω, κυττάζω· ◊ гляди в оба! τά μάτια σου τέσσερα!· \глядеть сквозь па́льцы κάνω πώς δέν βλέπω, κάνω τά στραβά μάτια идти куда́ глаза́ глядят παίρνω τά μάτια μου· того и гляди дождь пойдет ὀπου νάναι θά βρέξει.

    Русско-новогреческий словарь > глядеть

  • 10 закрывать

    закрывать
    несов
    1. κλείνω, σφαλίζω, σφαλῶ / σκεπάζω (покрывать)/ κόβω (перекрывать воду, газ и т. п.):
    \закрывать дверь κλείνω τήν πόρτα· \закрывать на ключ κλειδώνω· \закрывать крышкой σκεπάζω μέ τό καπάκι· \закрывать лицо руками σκεπάζω τό πρόσωπο μέ τό χέρια μου·
    2. (прекращать доступ куда-л.) κλείνω, ἀπαγορεύω:
    \закрывать вход ἀπαγορεύω τήν είσοδο· \закрывать границу κλείνω τά σύνορα·
    3. (накрывать, заслонять) σκεπάζω, καλύπτω:
    \закрывать ребенка одеялом σκεπάζω τό παιδί μέ τήν κουβέρτα·
    4. (заканчивать, прекращать) κλείνω, τελειώνω:
    \закрывать собрание κλείνω τή συνεδρίαση· \закрывать счет (в банке и т. ἡ.) κλείνω τό λογαριασμό· ◊ \закрывать скобки (кавычки) κλείνω τήν παρένθεση (τά είσαγωγικά)· \закрывать глаза на что́-л. κλείνω τά μάτια, κάνω τά στραβά μάτια· \закрывать рот кому́-л. βουλώνω κάποιου τό στόμα.

    Русско-новогреческий словарь > закрывать

  • 11 заломить

    заломить
    сов см. заламывать· ◊ \заломить шапку βάζω στραβά τή σκούφια μου.

    Русско-новогреческий словарь > заломить

  • 12 как-либо

    как-либо
    нареч см. как-нибудь 1,
    2. как-нибудь нареч.
    1. (тем или иным образом) κάπως, κατά κάποιον τρόπο·
    2. (небрежно) ὅπως ὅπως, κουτσά στραβά, τσάτρα πάτρα:
    он все де́лает \как-либо ὀλα τά κάνει ὅπως ὅπως·
    3. (когда-нибудь в будущем) καμιά φορά.

    Русско-новогреческий словарь > как-либо

  • 13 косо

    косо
    нареч
    1. πλάγια, λοξά, στραβά· 2.:
    смотреть \косо στραβοκοιτάζω.

    Русско-новогреческий словарь > косо

  • 14 набекрень

    набекрень
    нареч разг λοξά, στραβά:

    Русско-новогреческий словарь > набекрень

  • 15 неправильно

    непра́вильн||о
    нареч
    1. (не по правилам) ἀντικανονικά [-ῶς], ἀνώμαλα·
    2. (неверно) ὄχι σωστά, λαθεμένα, λανθασμένα / ἐσφαλμένα [-ως], στραβά (ошибочно):
    \неправильно информировать δέν πληροφορώ σωστά· \неправильно истолковывать παρερμηνεύω, παρεξηγώ· \неправильно понимать παρανοώ, παρεξηγώ, παρεννοώ· \неправильно судить κρίνω λαθεμένα· \неправильно цитировать παραθέτω διαστρεβλωμένα· \неправильно произносить προφέρω λαθεμένα.

    Русско-новогреческий словарь > неправильно

  • 16 палец

    пал||ец
    м τό δάχτυλο, ὁ δάκτυλος, τό δάκτυλο[ν]:
    большой \палец ὁ ἀντίχειρ, τό μεγάλο δάκτυλο· указательный \палец ὁ λιχα-νός, ὁ δείκτης· средний \палец τό μεσαίο δάχτυλο, ὁ μέσος δάκτυλος· безымянный \палец ὁ παράμεσος (δάκτυλος)· отпечаток \палецыдев τά δακτυλικά ἀποτυπώματα· указывать \палецьцем δείχνω μέ τό δάχτυλο, δακτυλοδεικτώ· ◊ \палец о \палец не ударить разг δέν κάνω ἀπολύτως τίποτε· ему́ \палецьца в рот не клади разг πρέπει νά φυλάγεσαι ἀπ· αὐτόν он \палецьцем никого не тронет δέν πειράζει ὁδτε μερμήγκι· их можно по \палецьцам пересчитать μετριοῦνται στά δάκτυλα· смотреть сквозь \палецьцы на что-л. κάνω στραβά μάτια· знать как свои́ пять \палецьиев τό ξέρω στά πέντε δάκτυλα, τά παίζω (εΙς) στά δάκτυλα μου· попасть \палецьцем в небо разг κάνω γκάφα· обвести иокру́г \палецьца разг κοροϊδεύω, ἐξαπατώ· высосать из \палецьца разг ἐπινοώ.

    Русско-новогреческий словарь > палец

  • 17 пополам

    пополам
    нареч ἐξ ἡμισείας, στά δυό (на две половины)/ μισό (καί) μισό, ἀπό μισά (поровну):
    разделить \пополам μοιράζω (или χωρίζω) στά δυό· ◊ с грехом \пополам κουτσά στραβά.

    Русско-новогреческий словарь > пополам

  • 18 превратно

    превра́тн||о
    нареч στραβά, ἐσφαλμένα, κακώς, ἀνάποδα:
    \превратно истолковать παρανοώ, κακώς ἀντιλαμβάνομαι, παρεξηγώ.

    Русско-новогреческий словарь > превратно

  • 19 сдвигать

    сдвигать
    несов, сдвинуть сов
    1. μετατοπίζω, μεταθέτω:
    \сдвигать шляпу набекрень βάζω τό καπέλλο μου στραβά·
    2. (сближать) πλησιάζω (μετ.), προσεγγίζω:
    \сдвигать два стола πλησιάζω δύο τραπέζια· \сдвигать брови σουφρώνω τά φρύδια μου· ◊ его́ с места не сдвинешь δέν μπορείς νά τόν κουνήσεις ἀπ' τή θέση του.

    Русско-новогреческий словарь > сдвигать

  • 20 сквозь

    сквозь
    предлог μέσα ἀπό, διά μέσου:
    солнце выглянуло \сквозь ту́чи ὁ ήλιος φάνηκε μέσα ἀπό τά σύννεφα· он пробрался \сквозь толпу́ πέρασε μέσα ἀπό τό πλήθος· ◊ смотреть \сквозь пальцы (на что-л.) κάνωτά στραβά μάτια· как \сквозь землю провали́лси χάθηκε σάν νά τόν κατάπιε ἡ γή· я был готов \сквозь землю провалиться (от стыда) ήθελα ν' ἀνοίξει ἡ γή νά μέ παταπιεΐ.

    Русско-новогреческий словарь > сквозь

См. также в других словарях:

  • στραβά — στραβός squinting neut nom/voc/acc pl στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc/acc dual στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβάς — στραβά̱ς , στραβός squinting fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • στραβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, στρεβλός: Τα πόδια της είναι στραβά. – Κρέμασε στραβά τον πίνακα. 2. τυφλός: Στραβός βελόνα γύρευε μέσα σε αχυρώνα (παροιμ.). 3. εσφαλμένος, όχι σωστός: Πήρε στραβό δρόμο. – Το είδε στραβά από την αρχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτσός — ή, ό (Μ κουτσός και κοτσός, ή, όν) (για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός νεοελλ. 1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό είδος παιχνιδιού που… …   Dictionary of Greek

  • στραβοκάνης — α, ικο, Ν αυτός που έχει στραβά κανιά, στραβά σκέλη, στραβοπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + κάνης (< κανιά)] …   Dictionary of Greek

  • αγκυλόδους — ἀγκυλόδους ( οντος), ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει αγκύλα, κυρτά και στραβά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + ὀδούς] …   Dictionary of Greek

  • αγκυλόπους — ἀγκυλόπους, ουν (Α) αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης αρχ. φρ. «ἀγκυλόπους δίφρος» ο δίφρος τών Ρωμαίων αρχόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + πούς] …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • εθελοτυφλώ — ( όω) προσποιούμαι ότι δεν βλέπω, κάνω τα στραβά μάτια …   Dictionary of Greek

  • ενάντια — (Μ ἐνάντια) επίρρ. 1. εναντίον, κατ αντίθετο τρόπο, αντίθετα, κόντρα («ενάντια στης ζωής εγώ θα πάω το νόμο», Σημηρ.) 2. δυσμενώς, αντίξοα, ανάποδα, στραβά («οι δουλειές μου πάνε ενάντια») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»