-
1 στρέφω
1 turn round τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα (Wyttenbach: στρέφοιαν codd.: sc. ἔλαφον) *fr. 107a. 6* δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον (sc. Τύχα) fr. 40. c. acc. cogn., οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων (ἐλλείπει δὲ τὸ τις. Σ: στρέφοις coni. Schr.: a met. from wrestling, cf. Pollux, 3. 115: what a weaving, twisting struggle could he wage) N. 4.93
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский