Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

στρέφεται

  • 1 στρεφω

         στρέφω
        (fut. στρέψω, aor. 1 ἔοτρεψα - эп. στρέψα, эп. aor. iter. στρέψασκον; pass.: aor. 1 ἐστρέφθην - ион.-дор. ἐστράφθην, aor. 2 ἐστράφην с ᾱ, pf. ἔστραμμαι)
        1) поворачивать
        

    (οὖρον, ἵππους Hom.; πηδάλιον Pind.; πρόσωπον πρός τινα Eur.; ὄμμα Plat.)

        στρατὸν στρέψαι πρὸς ἀλκήν Eur. — вернуть войско в сражение;
        ἔνθα καὴ ἔνθα στρέφεσθαι Hom. — поворачиваться туда и сюда, т.е. беспокойно метаться;
        δυσκολαίνειν καὴ στρέφεσθαι τέν νύχθ΄ ὅλην Arph. — охать и метаться всю ночь;
        στραφεὴς ἴω ; Soph. — повернуться мне и уйти?;
        πάσας σ. στροφάς Plat.поворачивать во все стороны (ср. 2);
        στρέψασθαι ἐκ χώρης (ὅθι) Hom. — вернуться оттуда (где);
        οἱ ἐπὴ τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι τόποι Polyb. — обращенные к северу местности;
        σ. ἑαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Arph. — предаться порокам;
        σ. τι πρὸς κέρδος ἴδιον Eur.обращать что-л. в свою пользу

        2) переворачивать, опрокидывать
        

    (σ. κάτω Soph.)

        ἄνω κάτω σ. τι Dem.опрокидывать что-л. вверх дном;
        ἄνω τε καὴ κάτω τι σ. Aesch., Plat., Dem. — ставить все наголову, т.е. распоряжаться по своему произволу;
        διπλᾶ στρέψαι τὰ ἐρωτήματα Plat. — по-иному поставить те же вопросы;
        στροφὰς στρέφεσθαι Plat. — прибегать к уверткам, изворачиваться

        3) поднимать плугом, вспахивать
        

    (τέν γῆν Xen.)

        4) кружить, вращать
        

    (τὸν ἄτρακτον Plat.; κύκλῳ στρέφεσθαι Arst.; Ἄρκτος, ἥτ΄ αὐτοῦ στρέφεται Hom.)

        ὑπὸ μακρῷ τῷ λίνῳ στρέφεσθαι Luc. (о веретене) вертеться на длинной нити, перен. бесконечно тянуться

        5) вить, крутить, скручивать
        χερσίν τινος στρεφθείς Hom.обвившись руками вокруг чего-л.;
        στραφῆναι τὸν πόδα Her.вывихнуть себе ногу

        6) изменять
        

    (τὰ γράμματα Plat.)

        κἂν σοῦ στραφείη θυμός, εἰ τὸ πᾶν μάθοις Soph. — твой гнев улегся бы, если бы ты узнал все

        7) мучить, терзать
        

    (τινά Arph.; ψυχήν Plat.)

        8) обдумывать, обсуждать
        

    (τι Eur., Luc.)

        9) med., перен. вращаться, находиться, пребывать
        

    (ἔν τινι Plat.)

        περὴ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἥ διαλεκτική Arph.той же областью (что и философия) занимается диалектика

        10) поворачивать(ся)
        τάναντία στρέψαι Xen.повернуть в противоположную сторону

    Древнегреческо-русский словарь > στρεφω

  • 2 πικρια

         πικρία
        ἥ
        1) горький вкус, горечь
        

    στρέφεται εἰς πικρίαν ὅ καρπός Arst. — плод приобретает горький вкус;

        χολέ πικρίας NT. = π. χολῆς

        2) раздражение, злоба
        

    (ὠμότης καὴ π. Plut.)

        3) жесткость, резкость, суровость

    Древнегреческо-русский словарь > πικρια

  • 3 χαλαρος

        3
        1) отпущенный, ослабленный
        

    (χαλινός Xen.)

        ἀφεῖναι τέν δοκὸν χαλαραῖς ταῖς ἁλύσεσι Thuc.спустить бревно на цепях

        2) раздавшийся вширь, широкий, свободный
        

    (ὑποδήματα Arph.; θώραξ Xen.; πόροι Arst.)

        ἐν ἄρθροις στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών Arph. — члены легко вращаются в вертлюгах, т.е. тело легко и подвижно

        3) расслабленный, изнеженный, томный
        

    (ἁρμονίαι Plat.)

        χ. ἐν τῷ βαδίζειν Plut.с расслабленной походкой

    Древнегреческо-русский словарь > χαλαρος

См. также в других словарях:

  • στρέφεται — στρέφω Aër. pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • αμφίστροφος — η, ο (Α ἀμφίστροφος, ον) αυτός που στρέφεται μπρος και πίσω, προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις αρχ. αυτός που στρέφεται γρήγορα, εύστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στροφος < στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»