-
1 βού-μασθος
βού-μασθος od. στος, sc. ἄμπελος, ein großtraubiger Wein, Serv. zu Virg. Georg. 2, 102; Macrob. Sat. 2, 16.
-
2 ἀπο-τίθημι
ἀπο-τίθημι (s. τίϑημι), 1) ablegen, act. Od. 14, 276 ἀπὸ κρατὸς κυνέην ἔϑηκα, med. ἀπὸ χλαῖναν ϑέτο Od. 14, 500, ἀπ' ὤμοιιν χλαῖναν ϑέτο Od. 21, 118, ἀπὸ ξίφος ϑέτ' ὤμων 119; τεύχεα ἀποϑέσϑαι ἐπὶ χϑονί Iliad. 3, 89; φύσας ἀποϑείομαι ὅπλα τε πάντα Iliad. 18, 409; ἁποϑέσϑαι ἐνιπήν 5, 492; so ῥᾳϑυμίαν Dem. 8, 46; όργήν Plut. Cor. 19; ἀρχὴν ἀποτίϑεσϑαι, niederlegen, Pol. 5, 1; πόλεμον, beilegen, 5, 106, 1; νεῖκος ἀποϑέσϑαι Pind. Ol. 11, 42; ἀφροδίταν πολλήν, Liebesgluth unterdrücken, Eur. I. A. 557; vgl. Plut. Coriol. 19 Pomp. 23. – Kinder aussetzen, Ggstz τρέφειν, Plat. Theaet. 161 a. – Vgl. ἀπόϑε-στος. – 2) bei Seite legen, bes. med., für sich, d. i. aufbewahren; act. Iliad. 16, 254 δέπας ἀπέϑηκ' ἐνὶ χηλῷ; Xen. Cyr. 6, 1, 25; Dem. 49, 31 u. sonst; τὰ χαλεπὰ εἰς τὸ γῆρας, aufsparen, Xen. Mem. 2, 1, 31; εἰς αὖϑις, auf ein andermal verschieben, Plat. Euthyd. 275 a Gorg. 449 b; sparen, Legg. X, 857 c; εἰς δεσμωτήριον ἀποτεϑέντες Lycurg. 112, wie εἰς φυλακήν, in Verwahrsam geben, Pol. 24, 8, 8; D. Sic.; χρόνον εἴς τι, Zeit auf etwas verwenden, Pol. 17, 9, 10; χάριν ἐν πολλοῖς, sich Dank verdienen, 6, 2, 15. – Bei Call. Iov. 15 κόλπων, aus dem Schooße ablegen, gebären.
-
3 ἐφ-ίστημι
ἐφ-ίστημι (s. ἵστημι), – 1) act., – a) darauf-, darübersetzen, -stellen; πύργοις νιν ἐπέστησ' αὖϑις Eur. Phoen. 1177; ξύλινον τεῖχος τῷ ἑαυτῶν τείχει Thuc. 2, 75; χελώνην ἐπὶ τῇ φρεατίᾳ Xen. Hell. 3, 1, 7; πύργους καὶ πύλας ἐπὶ τῶν γεφυρῶι Plat. Critia. 116 a. Bes. Einen als Wächter, Aufseher, Vorsteher über Etwas setzen, τὸν πάντ' ὁρῶντα φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ Aesch. Suppl. 299; μάντις μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει Ag. 1175; φύλακάς τινι ἐπιστήσει Plat. Legg. I, 632 c; δεσπότας καὶ ἄρχοντας Lys. 208 d; στρατηγὸν στρατοπέδῳ Alc. I, 122 b; λοχαγόν Xen. An. 3, 4, 21; τοῖς παισὶ διδασκάλους Aesch. 1, 187; Sp., die auch ἐφ' ὧν ἐπέστησε τὸν ἀδελφόν verbinden, Pol. 2, 65, 9, wie Xen. Lac. 2, 1 ἐπ' αὐτοῖς παιδαγωγούς. – Es tritt auch ein inf. dazu, den Zweck anzudeuten, ἐπέστησαν τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν ἐπιμελεῖσϑαι τῆς εὐκοσμίας, sie setzten den Rath ein, für den Anstand Sorge zu tragen, Isocr. 7, 37; κύνα ἐπὶ ποίμνην – φυλάττειν Dem. 26, 22; vgl. Arist. pol. 3, 16. – Andere Vrbdgn sind τῷ βίῳ μοῖραν πρέπουσαν, Plat. Rep. VI, 498 c, wie ἀνάγκην τινί, die Nothwendigkeit auferlegen, D. Hal. 1, 16, womit man vgl. λοιμικήν τινα πολέμου διάϑεσιν πᾶσι Γαλάταις Pol. 2, 20, 7; κατάπληξίν τινι, D. Sic. 14, 62, Bestürzung verursachen; φόβον, Strab. 4, 6, 3. – b) daneben, da beistellen; ἐπιστήσαντες κύκλῳ τὸ σῆμα ἱππέας, Reiter am Grabmal im Kreise aufstellen, Her. 4, 72; ὅρους ἐπιστῆσαι χιλίων δραχμῶν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Dem. 41, 6 (vgl. ὅρος); ἐπὶ δὲ τούτοις ἐπέστησαν τὰς ἱππηγούς Pol. 1, 26, 14; ἡ τύχη ἐπιστήσασα Ῥωμαίους, herbeiführen, 2, 20, 7. – Bes. übertr., τὴν γνώμην, den Geist, die Ueberlegung auf Etwas richten, es in Betracht ziehen, Isocr. 9, 69; τὸν νοῦν, D. Sic. 12, 1; u. ohne den Zusatz, Arist. Eth. 6, 12, 8 Polit. 7, 16 u. öfter; auch ἐπιστῆσαι τὰς ὄψεις ἐπὶ τὰ σχήματα Pol. 10, 47, 8; ἐπιστῆσαι τῷ πολέμῳ, ἐπὶ τὸν πόλεμον, 1, 14, 1. 65, 5 u. öfter; ἐπιμελέστερον ἐπιστῆσαι περί τινος, 6, 26, 12. – Aber auch τινά, Einen aufmerksam, stutzig machen, Plut. öfter, z. B. Tib. Gracch. 17; ἐπί τι, Pol. 4, 34, 9; ἐπὶ τί ἂν μᾶλλον ὁ συγγραφεὺς ἐπιστήσαι τοὺς ἀκούοντας 2, 61, 11. – c) fest stellen; ἀγῶνα, Kampfspiele einsetzen, Her. 1, 67; τινί, zu Jemandes Ehren, 6, 38; στράτευμα, das Heer Halt machen lassen, Xen. Cyr. 4, 2, 18 An. 2, 4, 25; τὴν πορείαν, den Marsch einstellen, Plut. Cim. 1; τὴν βεβουλευμένην ὁδόν D. Sic. 17, 112; τὴν δύναμιν, τὴν ὁρμήν, Pol. 8, 31, 3. 16, 34, 2 u. öfter; absolut, ἐπιστήσας, sc. τὸν ἵππον, anhaltend, Xen. An. 1, 8, 15. Auch τὴν διήγησιν, abbrechen, Pol. 7, 12, 1; D. Hal.; mit u. ohne γνώμην = seine Meinung zurückhalten, Anstand nehmen, zögern, App. Mithrid. 15 u. a. Sp., περί τινος, in Zweifel über Etwas sein. – 21 med. nebst perf., plusqpf. u. aor. II act. – a) sich darüber, darauf stellen, darauftreten, 609; ἐπέστη βηλῷ ἐπὶ λιϑέῳ, er trat auf die Schwelle, 23, 201; πετρίνοις ἐπιστὰς βάϑροις Eur. El. 706; Xen. Equ. 4, 3; ἐπεὶ δ' ἐπὶ τὰς τελευταίας σχεδίας ἐπέστησαν Pol. 3, 46, 8; übh. sich auf der Oberfläche, auf Etwas befinden, Hippocr.; τὸ ἐπιστάμενον τοῦ γάλακτος, was oben auf der Milch schwimmt, Her. 4, 2. – Auch = simplex, οὗ νῦν ἀνδριὰς αὐτοῦ ἐφέστηκε ξιφήρης Plut. Cat. min. 72. – Uebertr., als Wächter, Aufseher, Befehlshaber worüber gesetzt sein, einer Sache vorstehen, ἄνδρα δημότην μηδὲν δικαιοῦν τῶν ἐφεστώτων κλύειν Soph. Ai. 1072; προβατίοις ἐφεστάναι Ar. Vesp. 955; αἱ ἐπὶ τούτων ἐφεστηκυῖαι ἀρχαί Plat. Rep. V, 460 b; ἐπειδάν τις ὑμῖν μὴ ἐφεστήκῃ Conv. 174 b; πειϑαρχεῖν τοῖς ἐφεστηκόσι Xen. Mem. 3, 5, 19, wie οἱ ἐπεστεῶτες Her. 2, 148. 7, 117; οἱ ἐπὶ τῆς πολιτείας ἐφεστηκότες Dem. 19, 298; Sp.; – c. gen., ὅ σοι ϑεοῦ χρημάτων ἐφέστασαν Eur. Andr. 1099; – μόχϑοι ἐφεστῶτες, auferlegt, Soph. Tr. 1160. – b) daneben, dabei stehen, herzutreten; πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν, dicht an einander, Il. 13, 133; im feindlichen Sinne, 15, 703, vgl. 5, 624; ἐφεσταότες παρὰ τάφρῳ 12, 199; ϑύρῃσιν ἐφέστατο 11, 644; Od. 1, 120; παννυχίη γάρ μοι Πατροκλῆος ψυχὴ ἐφεστήκει Il. 23, 106; bevorstehen, νῦν δ' ἔμπης γὰρ κῆρες ἐφεστᾶσιν ϑανάτοιο 12, 326; οὐ μὴν ἀκόμπα στός γ' ἐφίσταται πύλαις Aesch. Spt. 520, mit Prahlen naht er den Thoren feindlich; τὼ δ' ἐφέστατον πέλας Soph. El. 1392; οἷοι νῦν ἐφεστᾶσι σκοποί Ai. 925; τίνες ἐφεστᾶσι δόμοις Eur. Phoen. 284; ἧς ἐφέστηκας πύλας Suppl. 1009; in Prosa, ἐπεὶ ἐπὶ τῇ πόλι ἐπέστησαν, zu der Stadt gekommen waren, Her. 4, 203; οἱ ἐπεστεῶτες, die Dabeistehenden, 1, 59. 4, 84; ἐπέστησαν τοῖς βουλευταῖς Thuc. 8, 69; ὁ ἀντίδικος ἐφέστηκε, steht dabei, Plat. Theaet. 172 e; ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀγαϑοῦ προϑύροις ἐφεστάναι Phil. 64 c; c. acc., ἐπιστῆναι ἐπὶ τὰς ϑύρας, hinzutreten, Conv. 212 d; vgl. noch πρὶν ἂν τέλος ἐπιστήσηται καλόν Legg. VII, 802 a; εἰς τοὺς ὄχλους, unter die Menge treten, Isocr. 18, 9; Δημοσϑένης ἐπέστη τῶν ἄλλων κατήγορος, trat als Ankläger auf, Aesch. 3, 79; mit der Nebenbedeutung des Plötzlichen, wie ἐξαίφνης ἐπιστὰς τοῖς γιγνομένοις Isocr. 8, 41; ἐφίσταται αὐτοῖς Ἥφαιστος, überrascht sie, Luc. D. D. 17, 1; so bes. von Erscheinungen der Götter, der Träume u. ä., πρίν μοι τύχη τοιάδ' ἐπέστη, ehe mich ein solches Geschick traf, Soph. O. R. 777; εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Her. 1, 34, oft; ὡς ἂν ἕκασται αἱ μεταβολαὶ τῶν ξυντυχιῶν ἐφιστῶνται Thuc. 3, 82. – c) an Etwasgehen, an eine Arbeit, aufmerksam sein auf Etwas; σφαγῇ Eur. Andr. 548; ἐπὶ ταῦτα ἐπέστην Dem. 18, 60; bei Isocr. 10, 29 ist ἐπιστὰς ἐπὶ τὰ Θησέως ἔργα καὶ λέγειν ἀρξάμενος περὶ αὐτῶν verbunden; ἐπὶ τὸν τόπον, an den Punkt gekommen sein, Pol. 4, 40, 1; τοῖς καιροῖς 3, 118, 11. – d) stehen bleiben; κἀγὼ ἐπιστὰς περιέμεινα, ich blieb stehen u. wartete, Plat. Conv. 172 a; ἐφιστάμενος Xen. An. 2, 4, 26, Halt machend; Pol. 1, 46, 11; μικρὸν ἐπιστὰς ἀποϑνήσκει, kurz darauf stirbt er, Luc.; – auch τοῦ πλοῦ, in der Fahrt innehalten, Thuc. 2, 91.
-
4 βούμασθος
βού-μασθος od. στος, sc. ἄμπελος, ein großtraubiger Wein
См. также в других словарях:
Στος, Φάιτ — (Stoss). Γερμανός γλύπτης, ζωγράφος και χαράκτης (Νυρεμβέργη; 1447 – 1533). Τα πρώτα ίχνη της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας βρίσκονται στην Κρακοβία, όπου το 1477 πήγε για να σκαλίσει την κεντρική ξύλινη Αγία Τράπεζα της εκκλησίας της Παναγίας … Dictionary of Greek
τετραπάλα(ι)στος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τεσσάρων παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + παλαστή / παλαιστή «παλάμη» (πρβλ. τρι πάλα[ι]στος)] … Dictionary of Greek
αχρόνι(α)στος, -η, -ο — και αχρόνι(α)γος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε χρόνιασε, δε συμπλήρωσε ένα χρόνο: Αχρόνιαστο το χασε και το πρώτο της παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατυλιγάδι(α)στος — η, ο (για νήματα), αυτός που δεν τυλιγαδιάστηκε, δεν τον πέρασαν στο τυλιγάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλάτανος — Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών,… … Dictionary of Greek
κειταστός — κειταστός, όν (Μ) αυτός που είναι τοποθετημένος, βαλμένος («ἐγκόλπιον... ἔχον ἐντός τίμιον ξύλον και ἅγια λείψανα κειταστά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κείτομαι + κατάλ. στός, (πρβλ. βια στός, θαυμα στός)] … Dictionary of Greek
ογδοηκοστός — ή, ό (Α ὀγδοηκοστός, ή, όν) (τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει κατά αριθμητική σειρά τον αριθμό ογδόντα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκοστό καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός όλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκο ντα + στός (πρβλ. εβδομηκο στός, εξηκο… … Dictionary of Greek
πολλοστός — ή, ό / πολλοστός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που αποτελεί το ελάχιστο μέρος ενός όλου («κίνησις... δευτέρα τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῑν αὐτήν πολλοστήν τοσούτων», Πλάτ.) νεοελλ. τελευταίος από ή σε μια σειρά («σού τό επαναλαμβάνω για… … Dictionary of Greek
τεσσαρακοστός — ή, ό / τεσσαρακοστός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τετρωκοστός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη καταλαμβάνει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό σαράντα (α. «αποφοίτησε τεσσαρακοστός» β. «καὶ… … Dictionary of Greek
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей
άκαστος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της Ιωλκού που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας αυτής, ο πατέρας του Πελίας εξόντωσε την οικογένεια του Ιάσονα ο οποίος, όταν γύρισε, ζήτησε τη βοήθεια της… … Dictionary of Greek