Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στορύνη

См. также в других словарях:

  • στορύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στορύνη — ἡ, Α είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα ύνη (πρβλ. τορύνη)] …   Dictionary of Greek

  • στουρνάρι — το, Ν 1. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα 2. σκληρή και αιχμηρή πέτρα («χωράφι γεμάτο στουρνάρια και αγριόχορτα») 3. άξεστος και αμόρφωτος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *στορυνάριον, υποκορ. τού στορύνη «χειρουργικό εργαλείο»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»