-
1 στοργέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοργέω
-
2 στοργή
στοργ-ή, ἡ,A love, affection, Emp.109.3, Antipho Fr.73;γνησίων πολιτῶν BMus.Inscr.4.481
*.9 ([place name] Ephesus), cf. CIG 2802 ([place name] Aphrodisias);ἐχόμενος τῆς εἰς δὲ ἀεὶ στοργῆς POxy.1766.3
(iii A.D.); esp. of parents and children,ἡδύ γε πατὴρ τέκνοισιν, εἰ στοργὴν ἔχοι Philem.200
; γονέων πρὸς ἔκγονα ς. Plu.2.1100d, cf. Cic. Att.10.8.9;σ. φυσικὴ πρὸς τὰ τέκνα Demetr.Lac.Herc.1012.44
: pl., Man.4.378, etc. -
3 στοργικός
A v.l. for στερκτικός in Gal.Nat.Fac.1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοργικός
См. также в других словарях:
στοργή — η, ΝΜΑ αγάπη αγνή, θερμή και βαθιά, αφοσίωση (α. «μητρική στοργή» β. «ἡδύ γε πατὴρ τέκνοισιν, εἰ στοργὴν ἔχοι», Φιλήμ. γ. «γονέων πρὸς ἔκγονα στοργή», Πλούτ.) αρχ. σπαν. ερωτική αγάπη, σαρκικός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στοργ τού… … Dictionary of Greek