Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στονᾰχίζω

См. также в других словарях:

  • στοναχίζω — στεναχίζω groan pres subj act 1st sg (epic) στεναχίζω groan pres ind act 1st sg (epic) στοναχίζω groan pres subj act 1st sg στοναχίζω groan pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοναχίζω — Α βλ. στεναχίζω …   Dictionary of Greek

  • στεναχίζω — και επικ. τ. στοναχίζω Α 1. στενάζω 2. (μτβ.) θρηνώ («οὐδ ἔτι κεῑνον ὀδυρόμενος στεναχίζω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενάχω / στεναχῶ + κατάλ. ίζω. Ο τ. στοναχίζω κατά τον φωνηεντισμό τών στοναχή / στοναχῶ] …   Dictionary of Greek

  • στοναχίζει — στεναχίζω groan pres ind mp 2nd sg (epic) στεναχίζω groan pres ind act 3rd sg (epic) στοναχίζω groan pres ind mp 2nd sg στοναχίζω groan pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοναχίσαι — στεναχίζω groan aor inf act (epic) στοναχίσαῑ , στεναχίζω groan aor opt act 3rd sg (epic) στοναχίζω groan aor inf act στοναχίσαῑ , στοναχίζω groan aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στονάχιζε — στεναχίζω groan pres imperat act 2nd sg (epic) στεναχίζω groan imperf ind act 3rd sg (epic) στοναχίζω groan pres imperat act 2nd sg στοναχίζω groan imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστοναχίζω — ἐπιστοναχίζω (Α) επιστένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στοναχίζω, παράλληλος τ. τού στεναχίζω «στενάζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιστοναχίζω — Α στενάζω ολόγυρα, αντηχώ, βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στοναχίζω, άλλος τ. τού στεναχίζω «στενάζω»] …   Dictionary of Greek

  • υποστεναχίζω — και επικ. τ. ὑποστοναχίζω Α στενάζω καθώς βρίσκομαι κάτω από κάτι («γαῑα δ ὑπεστενάχιζε Διὶ ὡς τερψικεραύνῳ χωομένῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στεναχίζω / στοναχίζω «στενάζω»] …   Dictionary of Greek

  • στοναχίζεσθαι — στεναχίζω groan pres inf mp (epic) στοναχίζω groan pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοναχίζετο — στεναχίζω groan imperf ind mp 3rd sg (epic) στοναχίζω groan imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»