-
1 στόλ-αρχος
στόλ-αρχος, ὁ, = στολάρχης, Sp.
-
2 στολ-αρχία
στολ-αρχία, ἡ, das Amt oder die Würde des στόλαρχος, Nicet.
-
3 στολ-αγωγός
στολ-αγωγός, = στόλαρχος, Polem. 1, 35.
-
4 στολ-άρχης
στολ-άρχης, ὁ, Anführer der Flotte, νεῶν, Ep. ad. 694 ( App. 204).
-
5 στολάρχης
A commander of a fleet, PCair.Zen.48.2 (iii B.C.), Epigr.Gr.337 (Cyzic.), PSI4.298.15 (iv A.D., gen. - ου), Hsch.; fem. [suff] στολ-αρχίς, ίδος, ἡ, epith. of Isis, POxy. 1380.8 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στολάρχης
-
6 стол
[στόλ] ουσ. α. τραπέζι -
7 столько
[στόλ'κα] εκίρ. τόσο -
8 стол
[στόλ] ουσ α τραπέζι -
9 столько
[στόλ'κα] επίρ τόσο -
10 στολάζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στολάζομαι
-
11 στόλαρχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόλαρχος
-
12 στολάς
Aστόλος 1.3
) moving in close array,Λίβυες οἰωνοὶ στολάδες E. Hel. 1480
(lyr.), as v.l. for στοχάδες in a row. -
13 στολή
II equipment in clothes, raiment, ib. 192; σχῆμα Ἑλλάδος ς. S.Ph. 224, cf. E.Heracl. 130;ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένοι Hdt.1.80
;σ. ἱππική Ar.Ec. 846
;Σκυθική Hdt.4.78
; ;Μηδική X.Cyr.8.1.40
; , cf. 92; ;στολὴν ἔχειν ἢν ἂμ βούληται SIG1003.14
(Priene, ii B.C.): metaph. of birds,σ. πτερῶν Ach.Tat.1.15
. -
14 στολίζω
2 equip, dress,τινὰ πέπλοις Anacreont.15.29
;ἀγαλμάτιον Plu.2.366f
;τοὺς θεούς Stud.Pal.22.183.90
(ii A.D.):— [voice] Pass., ἐστολισμένος δορί armed with spear, E.Supp. 659; νῆες σημείοισιν ἐστ. Id.IA 255 (lyr.); νυμφικῶς ἐστ. Ach.Tat.3.7;ἐστ. τὴν βασιλικὴν στολήν LXX Es.8.15
: abs., ἐστ. in full dress, ib. 1 Es.1.2, al.3 metaph., deck, adorn,τὰς φρένας τινί AP9.214
(Leo Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στολίζω
-
15 στόλιον
Aστολή 11
, scanty garment, of the dress of philosophers, AP11.157 (Ammian.), Arr. Epict.3.23.35; v. στολή 11.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόλιον
-
16 στόλισις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόλισις
-
17 στόλισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόλισμα
-
18 στολισμός
στολ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στολισμός
-
19 στολιστεία
στολ-ιστεία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στολιστεία
-
20 στολιστήριον
στολ-ιστήριον, τό,A place where the priests attired themselves or the statues of the gods, vestry, Plu.2.359a, BGU338.1, al. (ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στολιστήριον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περιστολάδην — ΜΑ επίρρ. τριγύρω, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι στολ τού περιστέλλω «περιβάλλω» (πρβλ. περι στολ ή) + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] … Dictionary of Greek
κανίσκος — κανίσκος, ὁ (AM) (γλώσσα) κάνιστρο, κανίσκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. θολ ίσκος, στολ ίσκος)] … Dictionary of Greek
νυκτερίτι — νυκτερῑτις, ιδος, ἡ (Α) το φυτό αναγαλλίς η κυανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + επίθημα ίτις (πρβλ. στολ ίτις)] … Dictionary of Greek
πληγάς — άδος, ή, Α 1. το δρεπάνι 2. πληθ. «αἱ πληγάδες» οι Συμπληγάδες πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληγή + επίθημα άς, άδος (πρβλ. κυκλ άς, στολ άς)] … Dictionary of Greek
πλουμί — το, / πλουμίον, ΝMΑ, πλουμίδι Ν, και πλουμίν Μ, και πλουμμίον Α κεντητό ή ζωγραφισμένο διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, κόσμημα μσν. αρχ. κεντητό εργόχειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pluma «χνούδι, πούπουλο». Ο νεοελλ. τ. πλουμίδι < πλουμί + κατάλ. ίδι… … Dictionary of Greek
προτροπάδην — ΝΑ, και δωρ. τ. προτροπάδαν Α επίρρ. (για άνθρωπο ή ζώο που φεύγει) δρομέως, τάχιστα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσω, κν. στα τέσσερα (α. «έφυγε προτροπάδην» β. «προτροπάδην φοβέοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προ τροπ τού προ τρέπω (πρβλ. προ… … Dictionary of Greek
σποδιάς — άδος, ἡ, Α δέντρο γνωστό με τη λόγια ονομασία προύμνη η ακανθώδης, κν. σήμερα τσαπουρνιά, τσαπρουνιά ή αγριοκορομηλιά, το αγριοκοκκύμηλον τού Διοσκορίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδιά + επίθημα άς, άδος (πρβλ. στολ άς)] … Dictionary of Greek
στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή … Dictionary of Greek
στολμός — ὁ, Α στολή, ενδυμασία, στολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στολ τού στέλλω + κατάλ. μός (πρβλ. κορμός), βλ. και λ. στέλλω] … Dictionary of Greek
στοχάς — άδος, ἡ, Α 1. μικρό ύψωμα από πέτρες ή ξύλα σε ανώμαλο έδαφος όπου στερέωναν τα κοντάρια τών κυνηγετικών διχτιών 2. ως επίθ. αυτή που κινείται κατά στοίχους, σε σειρές («Λίβυες οἰωνοὶ στοχάδες», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στόχος + επίθημα άς, άδος… … Dictionary of Greek
στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… … Dictionary of Greek