-
1 στολαρχης
-
2 στολάρχης
στολάρχηςcommander of a fleet: masc nom sg -
3 στολάρχης
A commander of a fleet, PCair.Zen.48.2 (iii B.C.), Epigr.Gr.337 (Cyzic.), PSI4.298.15 (iv A.D., gen. - ου), Hsch.; fem. [suff] στολ-αρχίς, ίδος, ἡ, epith. of Isis, POxy. 1380.8 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στολάρχης
-
4 στολάρχης
στολ-άρχης, ὁ, Anführer der Flotte -
5 στολάρχαι
στολάρχηςcommander of a fleet: masc nom /voc plστολάρχᾱͅ, στολάρχηςcommander of a fleet: masc dat sg (doric aeolic) -
6 στολάρχην
στολάρχηςcommander of a fleet: masc acc sg (attic epic ionic) -
7 στόλ-αρχος
στόλ-αρχος, ὁ, = στολάρχης, Sp.
-
8 στολαρχών
-
9 στολαρχῶν
-
10 στολάρχου
στόλαρχοςmasc gen sgστολάρχηςcommander of a fleet: masc gen sg -
11 στολαγωγός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στολαγωγός
-
12 στόλαρχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόλαρχος
См. также в других словарях:
στολάρχης — commander of a fleet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολάρχης — ὁ, ΜΑ ο αρχηγός τού στόλου αρχ. πιθ. ελεγκτής τού ιματισμού, τών στολών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόλος + άρχης*] … Dictionary of Greek
στολάρχαι — στολάρχης commander of a fleet masc nom/voc pl στολάρχᾱͅ , στολάρχης commander of a fleet masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαρχῶν — στολάρχης commander of a fleet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολάρχην — στολάρχης commander of a fleet masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαγωγός — ὁ, Α στολάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόλος + αγωγός] … Dictionary of Greek
στολαρχία — ή, ΝΑ [στολάρχης] η θέση και το αξίωμα τού στολάρχου … Dictionary of Greek
στολαρχίδα — η / στολαρχίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. η ναυαρχίδα, πολεμικό πλοίο στο οποίο επιβαίνει ο στόλαρχος 2. το σήμα τού στολάρχου αρχ. (ως προσωνυμία τής Ίσιδος) η αρχηγός τού στόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολάρχης + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. ναναρχ ίδα)] … Dictionary of Greek
στολάρχου — στόλαρχος masc gen sg στολάρχης commander of a fleet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)