-
1 расцвечивать
расцвечиватьнесов χρωματίζω, βάφω/ στολίζω, πλουμίζω (украшать):\расцвечивать красками χρωματίζω μέ μπογιές· \расцвечивать узорами στολίζω μέ σχέδια· \расцвечивать флагами σημαιο-στολίζω. -
2 украсить
ρ.σ.μ. στολίζω, διακοσμώ• εξωραίζω•украсить дом στολίζω το σπίτι•
украсить город εξωραΐζω την πόλη•
украсить цветами ανθοστολίζω•
украсить венком στολίζω με στεφάνι (στεφανώνω)•
украсить флагами σημαιοστολίζω•
украсить картинами εικονοστολίζω.
|| μτφ. ωραιοποιώ, ομορφαίνω•украсить речь риторическими фигурами ομορφαίνω το λόγο με ρητορ ικά σχήματα•
украсить жизнь ωραιοποιώ τη ζωή.
στολίζομαι,• εξωραΐζομαι. || ομορφαίνω, ωραιοποιούμαι. -
3 отделать
-
4 украсить
-
5 отделывать
отделыватьнесов1. (окончательно обрабатывать) τελειώνω (οικοδομή, Εργο τέχνης кХп.у2. (украшать) στολίζω / γαρνίρω (платье и т. п.)·3. (бранить) разг στολίζω κάποιον. -
6 украшать
украш||атьнесов στολίζω, (δια)κοσμώ:\украшать цвета́ми ἀνθοστολίζω, στολίζω μέ λουλούδια· \украшать флагами σημαιοστολίζω. -
7 изукрасить
-ату, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изукрашенный-шен, -а, -оρ.σ.μ.1. παλ. στολίζω, διακοσμώ•изукрасить комнату цветами στολίζω το δωμάτιο με λουλούδια.
2. καταλερώνω, χαλνώ, παραμορφώνω•всё лицо себе -ил сажей όλο το πρόσωπο του το καταγάνωσε.
στολίζομαι κλ.π. ρ. ενεργ. φ. -
8 нарядить
нарядить 1-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наряженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. ντύνω με πολυτέλεια• στολίζω λουσάρω•нарядить невесту στολίζω τη νύφη.
2. ντύνω, μεταμφιέζω•нарядить ребят зверями, птицами ντύνω τα παιδιά σαν θηρία, σαν πουλιά•
нарядить колдуном ντύνω σαν μάγο.
ντύνομαι, στολίζομαι κλπ. ρ.μ. как на бал ντύνομαι σαν να πάω στο χορό•-клоуном ντύνομαι παλιάτσος•
она любит -αυτής της αρέσει να στολίζεται.
нарядить 2-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наряженный, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.1. διατάζω•нарядить следствие о пожаре διατάζω ανάκριση για την πυρκαγιά.
|| καθορίζω εργασία, εργοδοτώ. || (στρατ.) καθορίζω, βγάζω υπηρεσία•нарядить караул βγάζω φρουρά.
|| στέλλω•-подводы за товаром στέλλω κάρα για εμπόρευμα.
2. παλ. συγκροτώ, ιδρύω. -
9 отделать
ρ.σ.μ.1. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ, επιμελούμαι των λεπτομερειών έργου χτενίζω. || προσδίδω μορφή, φτιάχνω κατ απομίμηση, εν είδη, σαν•отделать стены под дуб φτιάχνω τους τοίχους σαν από δρυόξυλο.
|| ανανεώνω επισκευάζω εκ νέου, ξεκαινουργώνω.2. διακοσμώ, στολίζω, ευτρεπίζω γαρνίρω.3. (απλ.) λερώνω• φθείρω, χαλνώ•отделать рубашку λερώνω το πουκάμισο.
|| μαλώνω άσχημα, στολίζω. || χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ.1. απαλλάσσομαι από κάτι, από κάποιον ξεφορτώνομαι.2. ξεφεύγω, εκφεύγω, αποφεύγω•отделать обещаниями ξεφεύγω με υποσχέσεις.
3. γλυτώνω, λυτρώνομαι•дшево отделать τη γλυτώνω φτηνά•
счастливо -στέκομαι τυχερός, ευτυχώς που τη γλυτώνω.
-
10 приукрасить
ρ.σ.μ.1. στολίζω•приукрасить комнату στολίζω το δωμάτιο.
2. μτφ. ωραιοποιώ, εξωραΐζω, εμφανίζω ωραιότερο από την πράγματικότητα.στολίζομαι, κοσμούμαι•город -лся к празднику η πόλη στολίστηκε για τη γιορτή.
|| ομορφαίνω, γίνομαι πιο όμορφος. -
11 расцветить
-цвечу, -цветишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расцвеченный-чен, -а, -оρ.σ.μ. στολίζω, ομορφαίνω•расцветить красками στολίζω με χρώματα.
στολίζομαι•корабли -лись флагами τα καράβια σημαιοστολίστηκαν.
-
12 урядить
уряжу, урядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уряженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. παλ. τακτοποιώ, βάζω στη σειρά.2. (διαλκ.) στολίζω• εξωραίζω•урядить невесту στολίζω τη νύφη.
1. τακτοποιούμαι, μπαίνω σε τάξη.2. (διαλκ.) στολίζομαι• εξωραΐζομαι. -
13 отделать
1. (окончательно обработать) τελειώνω (την επεξεργασία, τη λεπτομέρεια) 2. (украсить) διακοσμώ, στολίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отделать
-
14 декорировать
декор||и́роватьсов и несов διακοσμώ, στολίζω/ σημαιοστολίζω (флагами). -
15 драпировать
драпир||оватьнесов ντύνω μέ πανί, στολίζω μέ ὑφασμα. -
16 изукрасить
изукраситьсов, изукрашивать несов στολίζω, καλλωπίζω, ἐξωραίζω. -
17 красить
краситьнесов1. βάφω, μπογιατίζω:\красить волосы βάφω τά μαλλιά·2. (украшать) στολίζω, ἐξωραΐζω, καλλωπίζω. -
18 наряжать
наряжать Iнесов στολίζω, ντύνω.наряжать IIнесов (посылать) στέλλω, πέμπω. -
19 опушить
опушитьсов I. (мехом) στολίζω μέ γοῦνα·2. (об инее, снеге) σκεπάζω. -
20 принарядить
принарядитьсов, принаряжать несов разг στολίζω, ντύνω.
См. также в других словарях:
στολίζω — put in trim pres subj act 1st sg στολίζω put in trim pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίζω — στολίζω, στόλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… … Dictionary of Greek
στολίζω — στόλισα, στολίστηκα, στολισμένος 1. διακοσμώ: Στόλισαν τη νύφη. – Τον στολίζουν πολλές αρετές. 2. περιυβρίζω, επιτιμώ κάποιον: Τον στόλισα για τα καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στολίζῃ — στολίζω put in trim pres subj mp 2nd sg στολίζω put in trim pres ind mp 2nd sg στολίζω put in trim pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστολισμένα — στολίζω put in trim perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστολισμένᾱ , στολίζω put in trim perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστολισμένᾱ , στολίζω put in trim perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστολίσθην — στολίζω put in trim plup ind mp 3rd dual στολίζω put in trim aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) στολίζω put in trim aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολιεῖ — στολίζω put in trim fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) στολίζω put in trim fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίζει — στολίζω put in trim pres ind mp 2nd sg στολίζω put in trim pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίζον — στολίζω put in trim pres part act masc voc sg στολίζω put in trim pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίζοντα — στολίζω put in trim pres part act neut nom/voc/acc pl στολίζω put in trim pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)