-
1 στοιχείωμα
στοιχείωμα, τό, der Grundstoff, das Element, Princip, Sp. – Bei den spätern Astrologen heißen die zwölf Zeichen des Thierkreises στοιχειώματα.
-
2 στοιχείωμα
στοιχείωμα, τό, der Grundstoff, das Element, Prinzip. Bei den späteren Astrologen heißen die zwölf Zeichen des Tierkreises στοιχειώματα
См. также в других словарях:
στοιχειώματα — στοιχείωμα elementary neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχείωμα — τὸ, ΜΑ [στοιχειῶ] 1. θεμελιώδης, βασική αρχή, τα πρώτα στοιχεία 2. στοιχείο («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.) 3. στον πληθ. τὰ στοιχειώματα τα σημεία τού ζωδιακού κύκλου … Dictionary of Greek