Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στοιχειώματα

См. также в других словарях:

  • στοιχειώματα — στοιχείωμα elementary neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχείωμα — τὸ, ΜΑ [στοιχειῶ] 1. θεμελιώδης, βασική αρχή, τα πρώτα στοιχεία 2. στοιχείο («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.) 3. στον πληθ. τὰ στοιχειώματα τα σημεία τού ζωδιακού κύκλου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»