-
1 στοιχαδικός
στοιχαδικός, von der Pflanze στοιχάς bereitet, οἶνος, Diosc.
-
2 στοιχαδικός
στοιχαδικός, von der Pflanze στοιχάς bereitet -
3 στοιχαδίτης
στοιχαδίτης, ὁ, fem. στοιχαδῖτις, ιδος, = στοιχαδικός, Diosc.
См. также в других словарях:
στοιχαδικός — ή, όν, Α [στοιχάς, άδος] αυτός που είναι παρασκευασμένος ή αρωματισμένος με το φυτό στοιχάς* («στοιχαδικὸν ὄξος», Διοσκ.) … Dictionary of Greek