-
1 στοιβασμός
στοιβασμός, ὁ, das Stopfen, Anhäufen, Nicet.
-
2 στοιβασμός
στοιβασμός, ὁ, das Stopfen, Anhäufen, Nicet
См. также в других словарях:
στοιβασμός — ό, ΝΜ [στοιβάζω] στοιβασία, στοίβαγμα … Dictionary of Greek
1 στοιβασμός
στοιβασμός, ὁ, das Stopfen, Anhäufen, Nicet.
2 στοιβασμός
στοιβασμός — ό, ΝΜ [στοιβάζω] στοιβασία, στοίβαγμα … Dictionary of Greek